Κάθομαι σε ένα παγκάκι στο άλσος Καραμανλή στην Φιλοθέη. Στις 6 Μαρτίου, επέτειος θανάτου – 15 χρόνια.
Κοιτάω την προτομή του – ψυχρή κι ανέκφραστη. Παρόλο που τα τελευταία χρόνια είχε γίνει σαν προτομή του εαυτού του, ψυχρός δεν ήταν ποτέ. Παρορμητικός, που προσπαθούσε να δαμάζει τις παρορμήσεις του.
Τον προ-δικτατορικό Καραμανλή δεν τον είχα γνωρίσει. Το 1975 με κάλεσε ο Τάκης Λαμπρίας, Υφυπουργός Προεδρίας, και μου είπε: «Θέλει να σε γνωρίσει ο Πρόεδρος. Έχει ενθουσιαστεί με το βιβλίο σου, αγοράζει δέκα-δέκα αντίτυπα και τα χαρίζει με αφιερώσεις». (Επρόκειτο για την «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας»).
Από τότε, μέχρι τον θάνατό του, έβλεπα αρκετά συχνά τον Καραμανλή. Πότε μόνος, πότε με παρέα, Κυριακή μεσημέρια στου Ψαρόπουλου στην Γλυφάδα ή στον Καραδήμα στην Βαρυμπόμπη, στην Ηρώδου Αττικού, στην Πολιτεία, ή το Πάσχα στην Κέρκυρα. Από τις συναντήσεις αυτές προέκυψαν πολλές σκέψεις και πολλά ανέκδοτα (τα έχω καταγράψει αλλού).
Δεν ήταν ενδιαφέρων συνομιλητής – τα τελευταία χρόνια μάλιστα επαναλαμβανόταν αφόρητα. Δεν ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος – αλλά επιζητούσε την συντροφιά των πιο δημιουργικών ανθρώπων, και εκεί μεταμορφωνόταν σε ακροατή. Υπήρχαν γεύματα που άνοιγε το στόμα του μόνο μία φορά – για να κηρύξει την λήξη. Αλλά παρακολουθούσε με προσοχή (όλο ένταση, λόγω της βαρηκοΐας του) τις κουβέντες του Χορν, του Χατζιδάκι, του Μινωτή, του Κουν.
Ποιος ήταν ο πυρήνας της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή; Νομίζω πως θεμέλιό της ήταν μία ακατάβλητη, παντοδύναμη βούληση. Απόλυτα στοχευμένη, χωρίς παρεκκλίσεις και παρεμβολές. Σίγουρα πίσω από τη βούληση υπήρχε μία ισχυρή φιλοδοξία. Αλλά ήταν τόση η προσήλωση στο έργο του, που του συγχωρούσες ακόμα και την αυταρέσκεια.
Αυτή η ποιότητα θέλησης είναι κάτι που δεν έχω ξανασυναντήσει σε έλληνα πολιτικό. Φιλόδοξοι είναι πολλοί, ικανοί μερικοί – αλλά απόλυτη συγκέντρωση, 100% δόσιμο στον στόχο, ουδείς. Αυτή η – έστω μονοκόμματη – προσήλωση χαρακτηρίζει τους ηγέτες. Και ο Καραμανλής ήταν ηγέτης. Ακόμα και αυτοί που δεν συμμερίζονταν τις απόψεις του, το αναγνώριζαν.
Εκεί καθισμένος στο παγκάκι, κοιτώντας τον ανδριάντα, ένιωσα νοσταλγία. Πολλές φορές είχα διαφωνήσει μαζί του, ελάχιστες τον ψήφισα (και το ήξερε) αλλά τώρα τον έβλεπα όπως ο ναυαγός τον ναυαγοσώστη. Δεν νοσταλγούσα την πολιτική του, αλλά την παρουσία του. Ανάμεσα στους μικρομεσαίους πολιτικούς μας, θα ήταν ένα πρώτο ανάστημα – για να πει τα όχι που χρειαζόμαστε και να εφαρμόσει τα ναι.