Γράμμα στον Στάθη (30.10.08)

Έγραψες στο περασμένο editorial: «άπαξ και το πάρει απόφαση ο άνθρωπος ότι είναι εσωτερικά νεκρός, γίνεται πολύ ψύχραιμος σε όλα».

Ξέρω πως είναι. Το ψυχρό κενό διάστημα. Κολυμπάω αργά σε αυτό σαν αστροναύτης. Δεν ελπίζω τίποτα, δεν περιμένω τίποτα. Αυτή η χώρα, αυτή η πόλη, με έχουν τελειώσει. Για να αγανακτήσω με κάτι, πρέπει να γυρίσω πίσω, στην προηγούμενη μου ζωή, όπου είχα κριτήρια, απαιτήσεις, προσδοκίες.  Αν κρίνω ως νεκρός, όλα τα τερατώδη γίνονται φυσικά.

Ωστόσο το να είσαι νεκρός, παραιτημένος, είναι ελευθερία. Διαβάζεις, ακούς μουσική, γράφεις κανένα κείμενο στη LiFO, επειδή είναι καλή η παρέα. Καμία σχέση με τον συγγραφέα που κυκλοφορούσε απανωτά βιβλία περιμένοντας αναγνώριση και  επιβεβαίωση. Αυτά τα έχω εγκαταλείψει στο χρόνο. «Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω», όπως έγραψε ο Ελύτης. Και τώρα που υπάρχω, δεν ζω.

Κι όλα είναι τόσο μακρινά, σαν να γύρισες το τηλεσκόπιο ανάποδα.

Γράφεις: «Είμαι 50 χρονών, αλλά δεν ξέρω να ζω». Και ποιος ξέρει; Μόνον οι ηλίθιοι νομίζουν πως έμαθαν.. Όσο δεν ξέρεις να ζεις, παραμένεις πραγματικά ζωντανός. Αυτοί που «ξέρουν», περιχαρακώνονται και μορφάζουν μέσα στην φορμόλη.

Η άλλη μορφή του κενού, που ο Πύρρων, ο Σκεπτικός, συνοδός του Μεγαλέξανδρου, μας έφερε από την Ανατολή.  Όχι ευτυχία – αλυπία. Η έλλειψη πόνου και λύπης ως στόχος. Αρνητικός; Ίσως, αλλά τόσο πιο ρεαλιστικός. Δεν μπορείς να εκβιάσεις την ευδαιμονία, μπορείς όμως να αποφύγεις τις περιττές ταραχές. «Ου ταράσσει ημάς τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα»

Η αταραξία των Σκεπτικών, των Στωικών, και των Επικούρειων. Δεν είναι βέβαια συνταγή για νέους. Όμως καλό είναι να προπονούνται από τώρα – γιατί η ζωή διαρκεί μερικές φορές περισσότερο από μας.

Κλείνεις το κείμενό σου λέγοντας το καίριο: «Με ορίζει ένας παλιός τεράστιος φόβος». Α, ναι. Πίσω από το κενό, είναι  Αυτός. Το Δέος. Που μας κάνει να ζούμε. Και όχι μόνο. Ακόμα και οι νεκροί φοβούνται.