Γελοία Ιταλία (28.10.10)

Σήμερα Πέμπτη 28 Οκτωβρίου που κυκλοφορεί η LiFO, εσείς θα γιορτάζετε την επέτειο του ένδοξου πολέμου της Αλβανίας (πραγματικά ένδοξου: είναι από τις λίγες περιπτώσεις που η ιστορία μας δεν υπερβάλλει). Εγώ πάλι θα βρίσκομαι στην χώρα του τοτινού εχθρού μας. Κι αν όλα πάνε καλά, θα εκπληρώσω ένα εφηβικό μου όνειρο.

Μικρό παιδί στον πόλεμο θυμάμαι τι άκουγα για τους Ιταλούς και την Ιταλία. «Μακαρονάδες» τους ονόμαζαν όλοι (που να ήξεραν πως αργότερα θα καταναλώναμε περισσότερα μακαρόνια από αυτούς…).  Δειλοί, άνανδροι, κιοτήδες, χέστες, ήταν τα συνοδευτικά τους. Η Βέμπο τραγουδούσε το «Κορόιδο Μουσολίνι» και ο στίχος που μου εντυπώθηκε ήταν: «εσύ κι η Ιταλία, η πατρίδα σου η γελοία…».

Γελοία Ιταλία… Σε ένα παιδί πέντε χρόνων, αυτοί οι συνειρμοί χαράζονται βαθιά. Χρειάστηκαν χρόνια και αρκετές επισκέψεις στην Ιταλία για να ξεπεράσω την εικόνα των τρομαγμένων και θηλυπρεπών στρατιωτών που ο Μέγας Τσολιάς (όπως τον έδειχναν οι γελοιογράφοι) τους έπαιρνε το φαλάγγι στα βουνά της Αλβανίας.

Έγραψα πριν ότι ήταν ένδοξος ο πόλεμος. Πρώτα γιατί ήταν αμυντικός και μετά διότι  με ελάχιστες δυνάμεις νικήσαμε έναν εχθρό πολύ ανώτερο σε πληθυσμό και εξοπλισμό. Αλλά κάθε πόλεμος – και ο πιο ένδοξος – είναι σκληρός, αιματηρός και ψυχοφθόρος. Μία από τις φθορές είναι η παραποίηση και κακοποίηση της εικόνας του εχθρού. Είτε παρουσιάζεται ως βάρβαρος, είτε ως δειλός, η αντιμετώπισή του είναι καθαρά συκοφαντική και παραμορφωτική. Το απαιτεί η πολεμική προπαγάνδα.

Άργησα λοιπόν να ερωτευθώ την Ιταλία – αλλά όταν την αγάπησα μου έδωσε μεγάλες χαρές. Οι πόλεις και οι βίλες της Τοσκάνης, τα κανάλια της Βενετίας, η Ρώμη και τα περίχωρά της… τι να πρωτοθυμηθώ; Τα ρωμαϊκά, τα μεσαιωνικά, της Αναγέννησης, το μπαρόκ; Δεκάδες φορές την έχω επισκεφθεί και πάντα ανακαλύπτω γωνιές και χώρους που είναι πανέμορφοι κι ας μην τους αναφέρει κανένας ταξιδιωτικός οδηγός.

Κι όπως έλεγα, αν όλα πάνε καλά, κάποια στιγμή σήμερα θα αγναντεύω τη θέα από μία διάσημη βεράντα στο Ανακάπρι. Στα δεκαπέντε μου λάτρεψα την «Ιστορία του Σαν Μικέλε» του Άξελ Μούντε – κι από τότε το ονειρευόμουν…