Η μοίρα των λέξεων (15.03.2012)

Τι σήμαινε η λέξη «μνημόνιο» μέχρι πριν από δύο χρόνια; Σύμφωνα με το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» ήταν: «επίσημο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο μία κυβέρνηση εκθέτει τις απόψεις της για ορισμένο θέμα σε άλλη κυβέρνηση ή σε διεθνή οργάνωση – οργανισμό. Από το ελληνιστικό μνημόνιον ‘κατάστιχο’,  σημασιολογικό δάνειο από το γαλλικό memorandum».

Τι σημαίνει η λέξη σήμερα; Κάτι που διαιρεί τους Έλληνες, όπως παλιά μία ωραία, άκακη λέξη: η ελιά. Όχι, δεν ήταν ο καρπός του ελαιόδεντρου. Ήταν σύμβολο πολιτικής παράταξης. «Ελιά – ελιά και Κώτσο βασιλιά» φώναζαν οι βασιλόφρονες στον Διχασμό.

Ξαναδιαβάζω τα ημερολόγια του Ίωνα Δραγούμη. Τι αβυσσαλέο μίσος υπάρχει εκεί μέσα για τον Ελευθέριο Βενιζέλο! Κι από έναν άνθρωπο ευαίσθητο, καλλιεργημένο, πατριώτη όσο κανείς. Γράφει στις 2 Ιουνίου του 1917: «Χτες τον είδα το πρωί στο Τατόι τον Βασιλιά μας, τον Κωνσταντίνο. Ήταν ωραίος. Τ’ απόγευμα έφυγε από τον Ωροπό, και ο κόσμος του έσφιγγε και του φιλούσε τα χέρια και δεν τον άφηνε να φύγει». Λατρεία, για κάποιον που ήταν ξόανο ολέθριο για τους άλλους μισούς.

Τελικά πρέπει να είμαστε παγκόσμια πρώτοι στο μίσος. Σε όλη μας την ιστορία, πριν καλά καλά ελευθερωθούμε, πολεμούσαμε ο ένας τον άλλο. «Η Διχόνοια» που έγραφε κι ο Σολωμός. Τρικουπικοί – Δηληγιαννικοί, Βασιλικοί – Βενιζελικοί, Αριστεροί – Δεξιοί και τώρα: Μνημονιακοί – Αντιμνημονιακοί.

Κι αυτό το μίσος κάποια στιγμή παύει να έχει αιτίες, λόγους και επιχειρήματα. Γίνεται τυφλή απόρριψη, αντιπαράθεση, σύγκρουση. Ταυτίζονται οι άνθρωποι με τις γνώμες, οι θέσεις με τις παρατάξεις. Κανένας Έλληνας ηγέτης δεν γλύτωσε τον τίτλο του προδότη. Μετά έρχονται τα γιαούρτια, τα νερά, οι καρέκλες και οι μολότοφ.

Κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα δεχθεί ότι όλες οι απόψεις έχουν στοιχεία αλήθειας και λόγους που τις στηρίζουν. Ακόμα και οι πιο ακραίες. Αλλά αν είναι πράγματι καλοπροαίρετος και λογικός, δεν θα προσχωρήσει στην απόλυτη κατάφαση ή άρνηση. Το απόλυτο δεν είναι ανθρώπινο (ευτυχώς – αυτό μας σώζει  από την απολυταρχία).

Κι όμως εμείς εδώ θητεύουμε στο απόλυτο, στο άσπρο – μαύρο. Ωθούμε τις γνώμες στα άκρα, έτσι που να μην υπάρχει ενδιάμεση απόχρωση. Οι λέξεις γίνονται δηλητήριο. Έτσι καταργούμε την σκέψη. Κι εκεί που δεν υπάρχει σκέψη, βασιλεύει η κατάλυση της ανθρωπιάς και της δημοκρατίας που ονομάζεται φανατισμός.