«Ένα βότσαλο στη λίμνη». Η τηλεόραση μεταδίδει για εκατοστή φορά την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Εγώ την βλέπω για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν πριν από πενήντα εννέα χρόνια. Μαθητής.
Βυθίζομαι στην Ελλάδα του 1952. Το βασικό νόμισμα ήταν η χρυσή λίρα. Παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Κάπου αναφέρεται και η ισοτιμία της: 225.000 δραχμές.
Βέβαια η ισοτιμία αυτή μπορεί να είχε αλλάξει από τη ώρα που γράφτηκε το σενάριο ως την ημέρα της προβολής. Η δραχμή κυμαινόταν από υποτίμηση σε υποτίμηση. Γι αυτό και η αξία όλων των σημαντικών αγαθών αναφερόταν σε λίρες.
Ήταν ένας άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι φοβισμένοι ακόμα από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ζούσαν με τα μέτρα του χρυσού. Ακόμα και μία «κάλπικη λίρα», σαν του Τζαβέλα, μπορούσε να κινητοποιήσει και να πλέξει ιστορίες. (Ποιος θα σκοτιζόταν για ένα κάλπικο ευρώ;).
Αναρωτιέμαι πώς θα βλέπουν εμάς μετά από εξήντα χρόνια. Τι θα είναι τότε το ευρώ για τους απογόνους μας; Ανάμνηση, νοσταλγία, ή πραγματικότητα;
Βλέπω τις σκιές στην οθόνη. Όλοι σήμερα νεκροί, μα όχι λησμονημένοι. Η τηλεόραση τους έδωσε μία τεράστια παράταση ζωής – κάτι σαν αιωνιότητα. Πού να το φανταστούν!
Τα σημερινά έργα θα παίζονται το 2071; Ίσως, μερικά, για σινεφίλ – αλλά τα «εμπορικά»; Γιατί από τα παλιά, αυτά επέζησαν. Τι ειρωνεία για τους σοβαρούς δημιουργούς…
Πώς θα βλέπουν τότε την σημερινή κρίση; Οι αγωνίες που περνάμε, η αβεβαιότητα που μας κατατρέχει, το άγχος που μας πνίγει, θα έχουν καταγραφεί, έστω στα ιστορικά βιβλία; Θα ξέρουν, βέβαια, πώς έληξε το θρίλερ. (Τι δεν θα έδινα για μία μηχανή του χρόνου…).
Πάντως ορισμένα πράγματα είναι αιώνια. Όχι, δεν αναφέρομαι στην τέχνη. Μιλάω για τον χρυσό. Οι παλιοί, που μας θύμιζαν ότι στην Κατοχή επέζησαν μόνον όσοι είχαν λίρες, κάτι ήξεραν. Τα μυαλά μας και μία λίρα, που δεν τους ακούγαμε.
Βλέποντας τον Λογοθετίδη να σκορπάει τις λίρες στο καμπαρέ, με έπιανε άγχος. Ήθελα να του φωνάξω: «Κράτα τις φίλε! Μόνο με αυτές θα είσαι σίγουρος. Ούτε το ευρώ δεν σε σώζει».