Ο κύριος με το μαύρο καπέλο που μου έπιασε την κουβέντα στην έξοδο του νεκροταφείου ήταν πιο γέρος από μένα:
«Αχ κύριε» ,μου είπε, «κάθε πρωί κοιτάω τις κηδείες στην εφημερίδα – και δεν μπορώ να μην σκεφθώ για τους νεκρούς, ότι τουλάχιστον γλύτωσαν από αυτό το χάλι το δικό μας. Δεν ξέρω αν πάνε σε “τόπο χλοερό… ένθα ουκ έστι πόνος”, ή απλώς καταλήγουν στο τίποτα. Αλλά έστω: και το τίποτα δεν πονάει».
Θυμήθηκα τους στίχους του Μαβίλη:
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρα της ζωής…
Ο κύριος συνέχισε: «Αυτή η ζωή δεν έχει πια χαρά. Ακόμα κι αυτός που δεν τον χτύπησε η Κρίση κατακέφαλα, δεν μπορεί να χαρεί. Σου τυχαίνει κάτι καλό και ντρέπεσαι. Σου κάνουν μια ενδιαφέρουσα πρόταση και φοβάσαι. Κοιμάσαι το βράδυ χωρίς όνειρα – εκείνα τα πάντα ωραία που ανακαλείς πριν από τον ύπνο. Αντί γι αυτά σε ξυπνάνε εφιάλτες τα χαράματα».
Έβγαλε το καπέλο του, το φύσηξε να φύγει η σκόνη και μονολόγησε:
«Αυτοί που μας έφεραν ως εδώ (δικοί μας, ξένοι, εμείς οι ίδιοι) σκότωσαν την ελπίδα και την προοπτική. Αυτό είναι το χειρότερο έλλειμμα. Χωρίς ελπίδα δεν αντέχεται η ζωή. Ακόμα κι εγώ, στα ογδόντα μου θέλω να ελπίζω. Αλλά εμείς μόνο διαψεύσεις ελπίδων εισπράττουμε καθημερινά. Στρωμένος με νεκρές ελπίδες είναι ο τόπος γύρω μας και κάθε μέρα με πυρ ομαδόν δολοφονούνται και οι ελάχιστες που απόμειναν».
Γύρισε και με κοίταξε κατάματα:
«Τα εγγόνια μου έφυγαν, μετανάστες: Πιο πολύ από μία δουλειά, αναζητούσαν μία προοπτική. Ήξεραν πως ο πρώτος καιρός θα είναι δύσκολος, πως οι πρώτες δουλειές θα είναι χαμαλίκια (πόσα εκατομμύρια πιάτα έπλυναν οι ελληνοαμερικάνοι;) αλλά εκεί, πίσω από την ασημένια ούγια του σύννεφου, κρύβεται ο ήλιος. Εδώ τον ήλιο, αφού τον μεθύσαμε, τον θάψαμε. Και μας έμεινε μία μόνιμη εσωτερική συννεφιά. Ο απών ήλιος, ο μαύρος, της μελαγχολίας».
Ξαναφόρεσε το μαύρο καπέλο και είπε: «Συγγνώμη, σας βάρυνα με την μαυρίλα μου. Αλλά με πονάει που δεν θα δω το τέλος της κρίσης…».