Ως τώρα κανένας εξερευνητής δεν είχε καταφέρει να δαμάσει την Καρδιά του Σκότους και να επιστρέψει ζωντανός. Αχανής ο χώρος, ανήλιαγη ζούγκλα, επικίνδυνα μονοπάτια, δολοφονικοί ιθαγενείς. Πολλοί προσπάθησαν να υποτάξουν τις άγριες φυλές – μάταια.
Εξερευνητές από τις Βρυξέλλες κατάφεραν, μετά από πολλούς κόπους και κινδύνους, να χαρτογραφήσουν την περιοχή και να καταγράψουν τις βασικές φυλές. Αλλά για να τις αντιμετωπίσουν – ούτε λόγος.
Και ξαφνικά ήρθε Εκείνος.
Ευθυτενής, γυμνασμένος, αποφασισμένος – με τετράγωνους ώμους και θεληματικό πηγούνι. «Εγώ, θα τους φέρω σε λογαριασμό», είπε. «Ναι – λογαριασμό! Να δίνουν και να παίρνουν λογαριασμό».
«Μα», του είπαν συγγενείς, συνεργάτες και φίλοι, «είναι θηριώδεις, ατίθασοι, απρόβλεπτοι, πρωτόγονοι, ανθρωποφάγοι!».
Εκείνος ατάραχος.
«Πρόσεχε», του λένε. «Μιλάμε για τις φυλές των Ουγκ ταξιτζήδων, των Ουγκ φορατζήδων, των Ουγκ πρατηριούχων, των Ουγκ αγροτών, των Ουγκ φορτηγατζήδων, συμβολαιογράφων, υδραυλικών, γιατρών. Φόρο δεν πλήρωσαν ποτέ, βιβλία δεν τηρούνε, πολλοί κλειστό κρατάνε το επάγγελμα, άλλοι κλείνουν τους δρόμους! Την είπαν Μαύρη Ήπειρο επειδή όλοι ζούνε με μαύρα. Όποιος προσπάθησε να τους τιθασεύσει το πλήρωσε ακριβά. Να: 80 εκατομμύρια για τη φυλή των Ουγκ λιμενεργατών».
Εκείνος αμίλητος, τα μάτια στυλωμένα στο άπειρο: «Θα τους φέρω σε λογαριασμό», ξαναείπε. Και ξεκίνησε το μεγάλο σαφάρι.
Καλά, σκέφθηκαν συνεργάτες και φίλοι. Ας δοκιμάσει. Αλλά για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, βάλτε φόρους στα ποτά, τα τσιγάρα, τα καύσιμα και τις οικοδομές. Αυτά είναι σίγουρα πράγματα και δεν εξαρτώνται από κανένα φορολογικό σαφάρι.
Στο σκότος της Μαύρης Ηπείρου εκείνος προχωρεί και ελπίζει. Όχι μόνο να κερδίσει τις Ουγκ φυλές, να τις πείσει να συμβάλουν στο κοινό ταμείο, αλλά να πετύχει κάτι ακόμα πιο δύσκολο: να συμβιώσουν με τους αληθινούς αφρικανούς, ασιάτες, ανατολικό-ευρωπαίους. Να τους αποδεχθούν ως ομότιμους, με δικαιώματα, ιθαγένεια και ψήφο.
«Μπα» είπε το ένα λιοντάρι στο άλλο «άνοιξε πολλά μέτωπα. Αν δεν τον φάνε οι Ουγκ, θα τον φάνε οι Μουγκ. Για μας δεν θα μείνει τίποτα».
Εκείνος προχωράει ατάραχος, καβάλα στον Ροσινάντε, με τον Σάντσο στο κατόπι.