Έβλεπα μία αφίσα της Μελίνας – κι ένιωσα πάλι αυτό το αμήχανο συναίσθημα. Ήταν αναμφισβήτητα μία λαμπερή παρουσία. Τόσο λαμπερή που δεν έγινε ποτέ πολύ μεγάλη ηθοποιός (η παρουσία της υποσκέλιζε τον ρόλο). Αλλά υπήρξε καλή ηθοποιός, ιδιαίτερα όποτε έπαιζε τον εαυτό της, όπως στη Στέλλα και το Ποτέ την Κυριακή.
Ως πολιτικός μολύνθηκε από την Πασοκική ασθένεια του λαϊκισμού – αλλά παρόλα αυτά σαν υπουργός πολιτισμού (του δικού της) άφησε τη σφραγίδα της.
Αλλά ούτε η σκηνική ούτε η πολιτική της παρουσία με κάνουν να νιώθω αμήχανα όταν την σκέπτομαι. Αυτό που με ενοχλεί είναι ένα χαρακτηριστικό που οι περισσότεροι θαύμαζαν σε αυτήν. Η μαγκιά της.
Γενικά η νεοελληνική μαγκιά μου σπάει τα νεύρα – ακόμα κι όταν συνδέεται με γοητεία, όπως στην περίπτωση της Μελίνας. Περιέχει μέσα ιταμότητα, θράσος και συχνά χυδαιότητα που με σκοτώνει.
Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην αντίδραση που μου φέρνει μία άλλη νεοελληνική στάση: η κλάψα.
Γι αυτό δεν αντέχω έτερον μέγα είδωλο των συμπατριωτών μου: τον Στέλιο Καζαντζίδη. Έτσι και ακούσω αυτή την βαριά μακρόσυρτη φωνή, παθαίνω αλλεργία.
Αυτός δεν είναι «ο καημός της Ρωμιοσύνης» που έγραφε ο Σεφέρης. Η Ρωμιοσύνη έχει λεβεντιά και δύναμη, όπως η δωρική φωνή του Μπιθικώτση. Αντίθετα το παράπονο του Στελλάρα είναι το βογκητό του σκλάβου, του υποταγμένου που σέρνεται κλαψουρίζοντας. Υπάρχει εκεί μία αποδοχή της μοίρας, μία παθητικότητα που με απωθεί.
Τώρα θα μου πείτε τι Έλληνας είμαι εγώ που δεν πάω την Μελίνα και τον Στέλιο; Είμαι μάλλον από την άλλη πάστα που δεν αντέχει την Ελλάδα της μαγκιάς και της κλάψας (όψεις του ίδιου νομίσματος) και προτιμάει την Ελλάδα του Τσιτσάνη, του Χατζιδάκι, του Ελύτη: μία Ελλάδα ευγένειας, βάθους και αξιοπρέπειας. Η χώρα μας έχει μια τέτοια παράδοση που αρχίζει με τον Ερωτόκριτο και τον Σολωμό.
Τελικά πάλι δεν ξέφυγα από την οικονομία. Σκεφθείτε τι σχέση έχουν η μαγκιά και η κλάψα με τα οικονομικά μας χάλια…