Όπως θα ξέρετε το Athens Mall έχει αποκτήσει έναν αντίπαλο και ανταγωνιστή: το Golden Hall.
Σε πολύ μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και ανήκοντας στους ίδιους ιδιοκτήτες είναι εντελώς αντίθετα. Ακόμα και εμφανισιακά: σε θερμούς και κόκκινους τόνους το Mall σε ψυχρούς, χρυσαφιούς το Golden.
Το πρώτο έχει πράγματα χρήσιμα και ενδιαφέροντα: ρούχα, βιβλία, ηλεκτρονικά, τρόφιμα, οικιακά, καλλυντικά. Οι τιμές είναι μάλλον λογικές. Το δεύτερο είναι ο παράδεισος του περιττού. Σχεδόν τίποτα από όσα πουλάει δεν εκπληρώνει μία πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη. Τα πάντα είναι ακριβά, υπερπολυτελή και καταχρηστικά. Αλλά (αλίμονο!) ωραία.
Αν υπήρχε ένα μουσείο της επιδεικτικής κατανάλωσης (αυτό που ο ThorsteinVeblenονόμαζε conspicuousconsumption) θα ήταν το Golden. Δεν αγοράζεις μόνον είδη – αγοράζεις υπογραφές και πιστοποιητικά κοινωνικής καθιέρωσης.
Προσωπικά έχω αντίστροφη σχέση με τα «σινιέ» εμπορεύματα. Όχι μόνο δεν πληρώνω παραπάνω για να τα αποκτήσω, αλλά θεωρώ ότι θα έπρεπε εκείνα να πληρώνουν εμένα για να τα χρησιμοποιώ, εφόσον τους κάνω διαφήμιση. Γιατί να κυκλοφορώ με ένα πουλόβερ που προβάλει (τζάμπα) με μεγάλα γράμματα στο στήθος μου τον κατασκευαστή του;
Αυτοί που χρησιμοποιούν τα σινιέ νομίζουν πως έτσι ανεβαίνουν στα μάτια των άλλων. Και ίσως να είναι αλήθεια, εφόσον οι άλλοι κρίνουν με τα ίδια κριτήρια. Παραμένω οπαδός του understatement (αμετάφραστον). Θα ήθελα π.χ. ένα αυτοκίνητο που να έχει όλα τα οδηγικά προτερήματα μίας Porsche χωρίς να φαίνεται η μάρκα του. Και από χρόνια ψάχνω (και συνήθως βρίσκω) προϊόντα άριστης ποιότητας που όχι μόνο δεν είναι επώνυμα αλλά τα ξέρουν μόνον οι ψαγμένοι.
Για μένα λοιπόν το Golden Hall, είναι ένα παζάρι της ματαιοδοξίας (VanityFair, που έγραφε ο Thackeray). Αναντίρρητα λαμπερός θεσμός – αλλά εγώ θα συχνάζω στο αδέλφι του το Mall. Ταιριάζει περισσότερο στην τσέπη, τα ενδιαφέροντα και την ιδιοσυγκρασία μου. Εκτός αν κερδίσω κανένα Τζάκποτ. Τότε μπορεί να συζητήσουμε και για υπερπολυτέλειες...