1979 – ξεκινάω την συνεργασία μου με το περιοδικό «Επίκαιρα». Δεν είχα δημοσιεύσει πάνω από τρεις στήλες, ώσπου έρχεται η πρώτη επιστολή αναγνώστη από την κυρία Νταίζη Σούση.
Ακολούθησε βροχή επιστολών. Χωρίς να με γνωρίσει από κοντά, (αυτό έγινε μετά από πολύ καιρό – ήμουν τότε πολύ ερωτευμένος) η Νταίζη έγραφε ένα είδος ημερολόγιου σε επιστολική μορφή. Τα γράμματα ήταν ζωντανά και καλογραμμένα. Τόσο που της έγραψα να τα εκδώσει. Πράγμα που έκανε τον επόμενο χρόνο. Το βιβλίο: «Οι τύψεις κάνανε φτερά» (1980) αποτελείται από 253 σελίδες με γράμματα στον «Ανδρόνικο», δηλαδή εμένα.
Ακολούθησαν άλλα τέσσερα βιβλία «Άγχος και Ελπίδα» (1981,1987), «Η γυμνή αλήθεια» (1982,1987), «Το γράμμα» (1986), «Η τυραννία της σκέψης» (1987). Αφιερώνοντάς μου ένα από αυτά, μου έγραφε: «στον Ν. Δ. που πρώτος έριξε το σπόρο και φύτρωσαν πέντε βιβλία». Ήταν καλά βιβλία, ζωντανά και άμεσα.
Όμως η (μονόπλευρη) αλληλογραφία (εγώ είναι ζήτημα αν της έγραψα δέκα φορές σε τριάντα χρόνια) δεν σταμάτησε εκεί. Η Νταίζη συνέχισε να μου γράφει, πιο αραιά αλλά σταθερά. Τα γράμματά της ήταν πραγματικό περιβόλι, κι όχι μόνο λεκτικά. Εικόνες, παστίς, κολάζ, γιρλάντες, μικροδωράκια, φωτογραφίες ολόκληρες ή ξεγυρισμένες, ένα πανηγύρι από χρώματα και λέξεις. Στο Μουσείο Μπενάκη, όπου έχω δωρίσει τα αρχεία μου, υπάρχει ένα ντουλάπι με ντοσιέ «Νταίζη Σούση».
Κι όμως ήταν πολύ βασανισμένος άνθρωπος. Χρόνια υπέφερε από ψυχική νόσο. Όταν ήταν στα πάνω της έγραφε και ζωγράφιζε (έχω και δύο πίνακές της). Μετά έπεφτε στο βαθύ σκοτεινό πηγάδι της σιωπής.
Την τελευταία φορά, με δική της θέληση και απόφαση, δεν βγήκε από το πηγάδι. Την αποχαιρέτησα μαζί με πολλούς συγγενείς και φίλους στο Τρίτο νεκροταφείο.
Και προχθές, ενάμιση μήνα μετά το θάνατό της, ήρθε το τελευταίο της γράμμα. Ο τεράστιος φάκελος έγραφε: Αποστολεύς: «Νταίζη Σούση, Τρίτο». Μέσα, το γνωστό πανηγύρι – κείμενα, φωτογραφίες, γιρλάντες, σχέδια από διάφορες εποχές, ένα είδος περίληψη ζωής. Από τον άλλο, πια, κόσμο.