Σε δρόμους και πλατείες, σε πάρκα και εμπορικά κέντρα, άλλοι χαζεύουν τις γυναίκες ή τους άντρες, τις ωραίες και τους άσκημους… μα εγώ χαζεύω τα παιδιά.
Όσο μεγαλώνω βλέπω τα μικρά παιδιά σαν μυστήριο σε εξέλιξη. Προσπαθώ να μαντέψω στο πρόσωπό τους το μέλλον τους. Όταν θα χάσουν τη χάρη, τον αυθορμητισμό, τη φρεσκάδα αλλά και την αδεξιότητα της ηλικίας τους και θα γίνουν «μεγάλοι».
Καμιά φορά βλέπω δίπλα τους το μέλλον – το πρόσωπο της μητέρας ή του πατέρα που φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά περασμένα από τον μύλο του χρόνου.
Τι τραγική έκπτωση είναι αυτή η απώλεια της παιδικής αύρας! Και πόσο λίγα καταφέρνουν να ενηλικιωθούν με χάρη και άνεση χωρίς να χάσουν τα μεγάλα δώρα του παιδιού. Δίπλα τους πορεύονται οι έφηβοι, αυτά τα άχαρα μικτά όντα, ούτε παιδιά ούτε μεγάλοι, ούτε εδώ ούτε εκεί, που δείχνουν όλο τον προβληματισμό της μετάβασης.
Χαζεύω τα παιδιά. Είναι ένας άλλος κόσμος δίπλα στον δικό μας, αθώος αλλά και άγριος, τρυφερός αλλά και σκληρός, σοφός αλλά και υστερικός. Ιδιαίτερα τα Ελληνόπουλα, τα μονίμως κακομαθημένα από τις δολοφονικές μανάδες τους, μπορούν να εξοργίσουν και άγιο.
Δεν έκανα παιδιά – και δεν μετανιώνω. Πέρασα δύσκολα σαν μοναχικό μοναχοπαίδι, ασφυκτιώντας από την λατρεία της μάνας, καταπιεσμένος από τον εγωισμό που πατέρα και υποσχέθηκα να μην κάνω τα ίδια λάθη. Κι επειδή κατάλαβα ότι μάλλον θα τα έκανα (μήπως και οι δικοί μου, σοφοί και γνωστικοί σε όλα, δεν είχαν τις καλύτερες προθέσεις;) προτίμησα την ριζική λύση.
Έτσι βλέπω τα παιδιά των άλλων σαν μικρά θαύματα, εξωτικές ημι-ανθρώπινες μορφές, περίεργα πλάσματα επιστημονικής φαντασίας, συμπυκνωμένης ανθρώπινης ουσίας που προεκτείνεται και μεταλλάσσεται. Μου αρέσει να τους λέω παραμύθια που επινοώ για το καθένα επί μέτρω.
Χαζεύω τα μικρά παιδιά. Τα λυπάμαι για όσα βαριά κι ασήκωτα τους προορίζει η ζωή. Τα ζηλεύω για όσα θαύματα θα ζήσουν, πολλά χρόνια αφού θα έχω ξεχαστεί.