Μεγάλωσα σε αυτή τη γειτονιά. Εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, στην οδό Μιχαήλ Βόδα, έναν από τους τέσσερις «Δρόμους» της ζωής και της αυτοβιογραφίας μου. Άγρια χρόνια – οι πρώτες αναμνήσεις μου ακούνε τις σειρήνες του πολέμου. Μετά ήρθε η πείνα της Κατοχής, οι όλμοι των Δεκεμβριανών.
Μεγάλωσα μέσα σε φόβους και στερήσεις. Σε μια γειτονιά με δίπατα νεοκλασικά, μερικές μονοκατοικίες με κήπο και ελάχιστες μικρές πολυκατοικίες. Όπου επικρατούσε ατμόσφαιρα κωμόπολης – όλοι ήξεραν τους γειτόνους μέχρι τέσσερα τετράγωνα παρακάτω. Ένας ήταν ο μπακάλης, ένας ο ψωμάς και στο ψιλικατζίδικο υπήρχε μία μεσόκοπη που την λέγαμε: «η Γυναικούλα».
Η εκκλησία του Άγιου Παντελεήμονα χτιζόταν τότε – μία γωνιά λειτουργούσε μόνο, μέσα σε ένα τεράστιο κέλυφος από μπετόν. Λέγαμε πως όταν τελειώσει θα ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία της Αθήνας – ίσως και να έγινε.
Γύρω από την εκκλησία ήταν η πλατεία που τότε μου φαινόταν τεράστια. Υπήρχε και μία υποτυπώδης παιδική χαρά. Ωστόσο σπάνια παίζαμε εκεί γιατί ήταν «μακριά από το σπίτι» (τρία τετράγωνα!) και φοβόνταν οι μεγάλοι τα απρόοπτα της Κατοχής. Όταν όμως τα καταφέρναμε να φτάσουμε στην πλατεία (συνήθως συνοδευόμενοι) ήταν η καλύτερή μας. Από τον στενό δρόμο μπροστά στα σπίτια όπου παίζαμε ποδόσφαιρο με μπάλες από κουρελόπανα – τώρα είχαμε δικό μας ολόκληρο στάδιο. Πολλές φορές οι μεγάλοι εκκλησιάζονταν μέσα και εμείς έξω οργιάζαμε στο κρυφτό, το κυνηγητό, τα αγάλματα, την μπερλίνα.
Στον Άγιο Παντελεήμονα, τη δεκαετία του σαράντα. Η μνήμη επιστρέφει.
Σκέπτομαι τώρα πόσο μοιάζαμε, τα παιδάκια που ήμασταν τότε, με τα σημερινά παιδιά των μεταναστών που δεν επιτρέπεται να παίζουν στην παιδική χαρά. Πεινασμένα ήμασταν συχνά, φοβισμένα πάντα και πολλές φορές ρακένδυτα. Τα παπούτσια μας ήταν πεταλωμένα με σιδερένια πέταλα, για να μη λιώνουν. Παιχνίδια δεν είχαμε – μόνο τα ομαδικά που μαθαίναμε από τους μεγαλύτερους. Και μερικών οι γονείς δεν είχαν δουλειά.
Αχ, πως γυρνάει η μοίρα και παίζει με τους ανθρώπους.