Ζούσαν στο δάσος, ειρηνικά. Δεν ήταν κανένα μεγάλο δάσος, ζούγκλα ή τροπικό. Ένα μικρό δάσος, μίζερο, γεμάτο σκουπίδια. Στρώματα, κονσέρβες, μπουκάλια, πλαστικά. Κάθε τόσο στένευε γιατί κάποιοι έκλειναν ένα κομμάτι και έχτιζαν. Τα τελευταία χρόνια πιο πολλά σπίτια φύτρωναν στο δάσος, παρά δέντρα.
Ο λαγός και η χελώνα ήταν καλοί φίλοι. Δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν, δεν κινδύνευε ο ένας από τον άλλο και τον παλιό μύθο του Αισώπου τον είχαν εντελώς ξεπεράσει. Γιατί ούτε ο λαγός ήταν χαζός να χαζεύει στο δρόμο, ούτε η χελώνα τόσο σταθερή που να τερματίζει πρώτη – όταν μάλιστα ήξερε πως ο λαγός μπορεί να πιάσει και 75 χιλιόμετρα την ώρα.
Ζούσαν εκεί ήσυχοι, γιατί από τότε που φύτρωσαν τα σπίτια, είχαν λιγοστέψει οι κυνηγοί που καταδίωκαν τον λαγό. Την χελώνα, έτσι κι αλλιώς, δεν την κυνηγούσε κανείς.
Ξαφνικά, μία μέρα, ήρθε η Φωτιά.
Την μύρισαν πριν να την δουν. «Τι θα κάνεις;» Ρώτησε ο λαγός. «Δεν μπορείς να τρέξεις πιο γρήγορα από αυτήν, όπως εγώ».
«Θα βρω μια τρύπα να κρυφτώ» απάντησε η χελώνα. «Καμιά από αυτές που σκάβει ο ξάδερφός σου, ο αγριοκούνελος».
«Γρήγορα!» είπε ο λαγός και έγινε καπνός.
Καπνός έγινε αλλά η φωτιά τον βρήκε στο γύρισμα. Έστριψε αλλά τον είχε περικυκλώσει. Αναθεμάτισε την αλεπού γιατί αυτή είχε φέρει την άλλη φωτιά με την αναμμένη ουρά της. Άρχισε κι αυτός να τρέχει σαν τρελός με τη γούνα στις φλόγες, φέρνοντας τη φωτιά πιο γρήγορα από ότι την έσπρωχνε ο αέρας.
Από τα δέντρα έπεφταν πουλιά που έσκασαν με τον καπνό πριν προλάβουν να πετάξουν. Σκαντζόχοιροι, τυφλοπόντικες, αρουραίοι, λαμπάδιαζαν και γίνονταν κάρβουνο. Γάτες και σκύλοι από τα γύρω σπίτια χάνονταν στις φλόγες. Κι ο γρήγορος λαγός έπαψε να τρέχει και ψήθηκε. Ούτε η χελώνα γλύτωσε.
Αυτό το κείμενο αφιερώνεται σε όσους είπαν: «ευτυχώς που σε αυτή την πυρκαγιά δεν χάθηκαν ζωές».