Μικρομάνες (02.04.09)

Όχι, δεν θα ξαναγράψω για την Άνοιξη, παρόλο που ήρθε. Είναι η μόνη πια που τηρεί τον λόγο της. Δίβουλη, δίγνωμη με βροχές και κρύα ανάμεσα – αλλά έρχεται. Τόσα άλλα που μας υπόσχονται, δεν φτάνουν ποτέ.

Ούτε για την πολιτική θα γράψω, παρόλο που πάλι έμπλεξα με αυτήν. Τι την θέλω τη Δράση, αφού ξέρω πως πάνω από όλα είναι ένα πείσμα, μία αντίδραση,  αντίδοτο στην ασφυξία.

Θα γράψω για έξη Σομαλές γυναίκες, νέες, κορίτσια πράμα, που ζούνε σε ένα μικρό δωμάτιο με τα πέντε παιδιά τους – τα δύο βρέφη.

Από τη χώρα του χάους, τη Σομαλία, όπου δεν υπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε αρχές – τίποτα. Μόνο πολέμαρχοι με ιδιωτικούς στρατούς που μάχονται, αρπάζουν, καίνε, σφάζουν, βιάζουν. Πώς από εκεί βρέθηκαν εδώ, περνώντας σαν σκιές από χώρες μεγάλες και άγνωστες, η καρδιά τους το ξέρει.

Έξη γυναίκες σε ένα δωμάτιο, η μία πάνω στην άλλη, κι όμως μυρίζει καθαριότητα. Και τα παιδιά σου τείνουν τα χέρια και χαμογελούν.

Τι περιμένουν; Τι ελπίζουν; Είναι όλο τρυφερότητα και λάμπουν με το παραμικρό. Εγκαρτέρηση και αγάπη ακτινοβολούν τα ωραία τους πρόσωπα.

Κι εγώ βλέπω τις δημοσκοπήσεις, όπου η πλειοψηφία των Ελλήνων απαιτεί να φύγουν αμέσως οι λαθρομετανάστες. Να φύγουν κι ας πάνε όπου θέλουν, αλλά μακριά από εδώ. Να μην μπλέκονται στα πόδια μας, να μην παίρνουν τις δουλειές μας, να μη βρωμίζουν τον τόπο μας.

Πληρώνουν διακόσια πενήντα ευρώ το μήνα γι αυτό το δωμάτιο – αλλά μη το πεις, μη το καταγγείλεις, γιατί θα βρεθούνε στο δρόμο. Στο δρόμο όπου τις απειλεί η απέλαση. Ο καθένας όπως μπορεί εκμεταλλεύεται τον φόβο και την αδυναμία τους.

Η χώρα μας είναι η τελευταία στις χορηγήσεις ασύλου – ούτε ένας στις δέκα χιλιάδες. Στην Πέτρου Ράλλη οι ικέτες στήνουν ουρές από τα μεσάνυχτα κι όλο δέχονται επιθέσεις – ξύλο άγριο.

Έξη κορίτσια, μικρομάνες. Ποιος θα εξαργυρώσει τα χαμόγελα ευγνωμοσύνης για ένα κουτί γάλα, για μία μπανάνα. Θεέ μου, τι πίκρα γύρω μας και δεν την βλέπεις…