Ηλιος ο Τρίτος (1.7.09)

Εκείνα τα καλοκαίρια φύγανε. Τα ένθεα καλοκαίρια του Σικελιανού, τα μεταφυσικά-εκστατικά του Ελύτη, ακόμα και τα αισθησιακά-αστικά του Κοσμά Πολίτη - πού είναι πια; Η μήπως μεγαλώσαμε και χάσαμε τη δυνατότητα της καλοκαιρινής μέθης;

Γιατί βέβαια το ελληνικό καλοκαίρι είναι σαν κρασί – αν δεν το γευτείς αρκετά δεν μεθάς, αν δεν μεθύσεις δεν καταλαβαίνεις τη λογική του. Τώρα όμως, προστατευμένοι, τυλιγμένοι σε κύματα κλιματισμού, νιώθουμε τον ήλιο μόνο την προκαθορισμένη ώρα της ηλιοθεραπείας μας. Που κι αυτή έχει γίνει υποχρέωση και αγγαρεία.

Όπως και οι διακοπές. Ένα «πρέπει» μέσα στα άλλα. Προγραμματισμένο, πακεταρισμένο. Α! Το αλήτικο καλοκαίρι το παλιό – και να 'θελες δεν υπήρχαν «μενού»,  «τουρ» και «ημιδιατροφή». Θα μου πείτε: και σήμερα υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές (οι καλοί αστοί τους λένε: «αλητοτουρίστες»). Ξένοι όμως οι περισσότεροι.

Πάει το καλοκαίρι: έγινε βιομηχανία. Εκατομμύρια άνθρωποι πρέπει να ξεκουραστούν (πόσο πάει το «πρέπει» με το «χαλαρώνω»;) πρέπει να μαυρίσουν, πρέπει να περιηγηθούν. Οι νόμοι της μαζικής λογικής επιβάλλονται αυτόματα. Μεμονωμένος τουρίστας; Μόνο δισεκατομμυριούχος ή αναρχικός.

Κι αυτή η βιομηχανία επιδρά στην απόλαυση του καλοκαιριού, όπως το πορνείο στην απόλαυση του έρωτα. Την κάνει τυπική, μηχανική εκτόνωση ανάγκης.

Ο ήλιος αντιστοιχεί σε κρέμα μαυρίσματος με παράγοντα 4 ή 15. Το βράδυ λαδωμένοι, μαυρισμένοι, θα πάμε στην ντίσκο, τρομάζοντας τη φύση με βρόντους και φώτα. Όχι δεν θα πάμε στην αμμουδιά να τραγουδήσουμε – δεν συνηθίζεται πια.

Κι η φυγή πιο σύνθετη τώρα – προσπαθείς να ξεφύγεις από αυτούς που ξεφεύγουν. Ανακαλύπτεις κάθε τόσο ένα ξεχασμένο νησί, ένα απόμερο χωριό, για να το εγκαταλείψεις μετά από λίγο όταν θα το καταλάβει κι αυτό ο εχθρός. Έρχεται με τσιμέντο, πλαστικό και τρανζίστορ και κάνει κατοχή.

Αυτό το καλοκαίρι δεν αναγνωρίζεται. Ο «Ήλιος ο Πρώτος», που ανέτειλε στην Ιωνία των προσωκρατικών, δύει τώρα καθημερινά προγραμματισμένα μπροστά στο Σούνιο (sunset by Sοuniοn) με χιλιάδες φωτογραφικά κλικ.

Από το «φάος ηελίοιο» φτάσαμε στο “Σαν Μπήτς”. Αυτό το καλοκαίρι δεν είναι πια δικό μας.

 

(Ένα κείμενο του 1983 ακόμα πιο επίκαιρο μετά από 26 χρόνια…)