Αγαπητέ Άγιε Βασίλη
Έχω πάνω από μισόν αιώνα να σου γράψω – σίγουρα δεν θα με θυμάσαι, ούτε θα με βρεις στα κιτάπια σου. Θα αναρωτηθείς τι με έπιασε να σου στείλω επιστολή. Διάβασε και θα καταλάβεις.
Όλες αυτές τις μέρες ακούω γύρω μου τη λέξη «δώρο». Δώρο Χριστουγέννων, δώρα κάτω από το δέντρο, δώρα εορτών. Καμιά φορά το λένε και bonus, ή εφάπαξ ή εθελούσια έξοδος. Κι επειδή εσύ είσαι ο Άγιος των Δώρων, είπα να σου γράψω το παράπονό μου.
Κανείς ποτέ δεν μου έδωσε δώρο 500.000 ευρώ επειδή έκανα σωστά την δουλειά μου, ούτε 230.000 ευρώ για να αφήσω τη δουλειά μου. (Τόσα διαβάζω παίρνουν bonus οι ανώτεροι τραπεζικοί, ή αποζημίωση οι λιμενεργάτες του ΟΛΠ για την εθελουσία). Γενικά κανείς δεν μου έχει δώσει δώρο, ούτε καν των Χριστουγέννων (δεν ήμουν μισθωτός – πάντα ελεύθερος επαγγελματίας).
Ακόμα κι ως παιδί, δώρα πολλά δεν πήρα. Πριν την Κατοχή ήμουν βρέφος, στην Κατοχή δεν κυκλοφορούσαν Αη Βασίληδες, μετά δεν υπήρχε μία – και μετά ήμουνα ήδη μεγάλος.
Αχ, ας μου έρθει κάποια στιγμή κι εμένα ένα ποσό μεγάλο. Πολύ θα το ήθελα. Ένας γνωστός μου βγήκε στην σύνταξη και πήρε ένα εφάπαξ, νααα! Δώρο, επειδή μία ζωή στην δημόσια υπηρεσία έχαβε μύγες. Άλλος έχαβε μύγες στην Ολυμπιακή. Τον πληρώσανε χρυσό για να φύγει, πήρε δώρο και σύνταξη – και δουλεύει αλλού. (Ή, μάλλον, δουλεύει άλλους).
Πώς όμως να πάρω εθελουσία, αφού εθελουσίως εργάζομαι; Πώς να πάρω εφάπαξ, αφού δεν έχω ούτε σύνταξη; Πώς να μου πέσει το λαχείο, αφού δεν αγοράζω λαχνούς;
Γι αυτό απευθύνομαι σε σένα, Άγιε μου Βασίλη. Είσαι η τελευταία μου ελπίδα. Μήπως και σου ξεμείνει κανένα μπλοκ επιταγών και γράψεις έναν εξαψήφιο; Αν αθροίσεις όλα τα δώρα Χριστουγέννων που δεν πήρα, όλα τα εφάπαξ και τα bonus που δεν μου δόθηκαν – ακόμα και τα Κατοχικά παιγνίδια που μου έλειψαν, δεν δικαιούμαι κι εγώ κάτι, κάτω από το έλατο;