Πριν λίγο καιρό ο Διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΑ, σε μία συνέντευξη δήλωνε: «Θέλω να κάνω το Τρίτο mainstream!»
Και το έκανε. Πρόσθεσε εκπομπές γενικής αποδοχής (αυτό σημαίνει το mainstream) που αρέσουν σε πολλούς. Η αλλαγή αυτή ενόχλησε τους παλιούς πιστούς ακροατές του Τρίτου, τους φανατικούς της κλασικής μουσικής – προφανώς όμως (δεν έχω μετρήσεις) θα έφερε νέους.
Αλλά και η διεύθυνση του Μεγάρου Μουσικής κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση. Δίπλα στα αριστουργήματα της κλασικής και της όπερας, προγραμμάτισε βραδιές με τον Πάριο και την Μαρινέλλα. Στο «Πολύτονον», το περιοδικό της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, δημοσιεύτηκαν διαμαρτυρίες και καυστικά άρθρα – αλλά το Μέγαρο ξεπούλησε.
Τόσο το Τρίτο, όσο και το Μέγαρο υιοθέτησαν «δημοκρατικές διαδικασίες» (ή, αν προτιμάτε, λαϊκισμό). Πήγαν με την πλειοψηφία. Ξεχνώντας όμως ότι οι μειοψηφίες είναι το άλας της γης. Σύμφωνα με τον Τόυνμπη, οι δημιουργικές μειοψηφίες (creativeminorities) είναι ο κινητήρας της ιστορίας και του πολιτισμού.
Στην φιλοσοφία της Τέχνης (που συνήθως αποκαλείται Αισθητική) είναι γνωστό το πρόβλημα της αξιολόγησης. Δεν μπορώ να αποδείξω ότι ο Μπαχ είναι καλύτερος συνθέτης από τον Καρβέλα. Βέβαια οι ειδικοί θα πούνε ότι είναι. Αλλά πως ορίζονται οι ειδικοί; Κάποιος που θα υποστηρίξει ότι ο Καρβέλας είναι καλύτερος, θα αμφισβητηθεί αμέσως και μάλλον θα πάψει να θεωρείται ειδικός. Φαύλος κύκλος.
Στην Τέχνη δεν μπορείς να αποδείξεις κάτι. Δεν είναι μαθηματικά. Παρόλα αυτά γενεές μελετητών έχουν δημιουργήσει κριτήρια τα οποία μπορεί να μην είναι αντικειμενικά αλλά παραμένουν σεβαστά. Έχουν διαμορφώσει ένα γούστο που ιεραρχεί τα προϊόντα της Τέχνης.
Η καλή Τέχνη είναι συνήθως δύσκολη. Έχει απαιτήσεις από το κοινό της. Δεν είναι mainstream. Αρέσει κυρίως σε αυτή την «δημιουργική μειοψηφία», την ελίτ. Αλλά αυτή στην Ελλάδα βαθμιαία εξοστρακίζεται. Ενώ υπάρχουν τόσες άλλες αίθουσες και τόσα άλλα ραδιοφωνικά προγράμματα για τους πολλούς, αλώνονται τα ελάχιστα των λίγων.
Κάποτε από το Τρίτο διάβαζαν Ροΐδη. Τώρα διαβάζουν Τσιφόρο. Το θέλει η πιάτσα...