Περνώντας απέναντι, από το Παλαιό στο Νέο, ο Θείος Αύγουστος έκανε το θαύμα του. Σε ώρα που συνήθως οι ουρές των αυτοκινήτων φτάνουν εκατοντάδες μέτρα, ήμουν μονάχος στο φανάρι.
Και έμεινα μόνος. Όση ώρα κράτησε το κόκκινο, δεν βρέθηκε άλλο αυτοκίνητο να μου κρατήσει συντροφιά.
Λίγες μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο, στον Φάρο του Ψυχικού, μία από τις πιο πολυσύχναστες διασταυρώσεις. Μεσημέρι. Μόνος στο φανάρι. Μόνος στην Αθήνα.
Να γιατί πάντα αυτές τις μέρες κανονίζω να βρίσκομαι στην πρωτεύουσα. Διακοπές τον Ιούνιο, τον Ιούλιο ή τον Σεπτέμβριο... Αλλά την αυγουστιάτικη Αθήνα δεν την χάνω με τίποτα!
Είναι ότι πιο κοντινό στην πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Μπορείς να παίξεις ποδόσφαιρο σε δρόμους με δενδροστοιχίες, όπως παίζαμε παιδιά. Μπορείς να περπατήσεις μόνος κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, όπως έκανες ερωτευμένος έφηβος.
Ακόμα και τα πολυσύχναστα στέκια – το Γκάζι, του Ψυρρή, το Θησείο – έχουν λιγότερο, αλλά καλύτερο κόσμο. Να μην μιλήσουμε για το κέντρο της πόλης. Έρημο και ήσυχο, όσο ποτέ παλιά.
Αν έγραφε σήμερα τον «Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου» ο Παπαδιαμάντης, για την Αθήνα θα τον έγραφε. Σίγουρα όχι για την Σκιάθο. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει πια «ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας στην Παναγία της Πρέκλας». Αλλά διότι εκεί, και στα άλλα νησιά, έχει μετακομίσει η Αθήνα. Με όλο της το κιτς, την φτήνια, τον θόρυβο, την βαρβαρότητα, την ευτέλεια και την κακογουστιά. Βλέποντας το Δελτίο Ειδήσεων του Σταρ, τα βλέπεις όλα!
Θα πήγαινε ο κυρ Αλέξανδρος στην Δεξαμενή, στο καφενεδάκι όπου έπινε τα ούζα του, και εκεί θα έγραφε τον «Ρεμβασμό» του. Γιατί είναι άδεια και ήσυχη τώρα η πόλη και η καρδιά της εκεί ψηλά θα αγκάλιαζε τον κυρ Αλέξανδρο «επί γήραος ουδώ» - στο κατώφλι των γερατειών, όπως ο ήρωάς του.
Ξέρω, ο Αύγουστος θα τελειώσει και, όταν θα με διαβάζετε, οι βάρβαροι θα έχουν επιστρέψει. Θα μισήσω πάλι την Αθήνα – αλλά τώρα την αγαπώ.
(Η διακοπή στην ανάρτηση κείμενων LiFO οφείλεται στις θερινές διακοπές του περιοδικού).