Τώρα που «έκλεισε» (έστω προσωρινά) το ασφαλιστικό, ας γράψω ένα προσωπικό επίλογο.
Με ξαφνιάζει η «συνταξιο-λαγνεία» των Ελλήνων. Τρομάζω όταν βλέπω νέους, που μόλις άρχισαν να εργάζονται, να παθιάζονται για την σύνταξη που θα πάρουν (αν ζουν) σε δεκαετίες. Ή να επιζητούν με κάθε μέσο την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Βλέπω την σύνταξη σαν προθάλαμο του θανάτου. Πρώτα βγαίνεις από την δουλειά, την παραγωγή, την δημιουργία – και μετά από την ζωή. Αλλά ήδη από την στιγμή που δεν παράγεις, δεν ασχολείσαι, δεν φτιάχνεις, είσαι νεκρός.
Εδώ και πολλά χρόνια βρίσκομαι σε συντάξιμη ηλικία. Θα το θεωρούσα όμως προσωπική προσβολή να μου πει κάποιος ότι πρέπει να βγω στην σύνταξη. Θα είναι σαν να μου έλεγε πως είμαι ανίκανος, άχρηστος, ανύπαρκτος.
Θα μου πείτε: εσένα σου αρέσει η δουλειά που κάνεις. Άλλοι την νιώθουν σαν αγγαρεία. (Ποιοι άλλοι – σχεδόν όλοι. Η κακή σχέση του Έλληνα με την δουλειά του τον κάνει να μην βλέπει την ώρα για σύνταξη).
Εγώ επιμένω πως κάθε δουλειά είναι καλύτερη από το να καταλήξεις στο ευγηρίας, το καφενείο ή τα παγκάκια του Ζαππείου.
Υποψιάζομαι πως η σύνταξη αποτελεί ιδεώδη συνθήκη για τον Έλληνα: πληρώνεται χωρίς να εργάζεται. Γι αυτό άλλωστε προσπαθούν όλοι να διοριστούν στο Δημόσιο. Είναι μία ανάλογη περίπτωση.
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για σύνταξη. Όσο για το υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το θεωρώ πληγή. Μία ζωή πληρώνεις και εσύ και ο εργοδότης σου ένα κάρο λεφτά, που ποτέ δεν παίρνεις πίσω: γίνονται μισθοί κηφήνων, έξοδα γραφειοκρατίας, μίζες και δομημένα ομόλογα. Στην δική μου ιδανική πολιτεία ο εργαζόμενος θα ήταν ελεύθερος να διαχειρίζεται ο ίδιος αυτά τα χρήματα και να φτιάχνει το δικό του ασφαλιστικό πρόγραμμα. Να τα αποταμιεύει, να τα καταθέτει στην Τράπεζα, σε ιδιωτική ασφάλιση – ή, αν προτιμάει, να τα ξοδεύει σαν αμέριμνος τζίτζικας.