Η συντροφιά μου, η παρηγοριά μου, το ψώνιο μου, το ναρκωτικό μου, η διαφυγή μου, η ξεκούραση και η κούραση μου, η πρέζα, το μεράκι, η παραμυθία μου – τα βιβλία, κάθε μέρα για εβδομήντα χρόνια.
Από όλα τα γύρω μου, δύο δεν με πρόδωσαν ποτέ: τα ζώα μου και τα βιβλία.
Τα αναγνώσματα της παιδικής μου ηλικίας ήταν πολλά. Με είχαν πάρει μυρωδιά και μου κουβαλούσαν τυπωμένο χαρτί με το κιλό. Άλλωστε δεν διάβαζα μόνο βιβλία αλλά οποιοδήποτε έντυπο: περιοδικά (Μπουκέτο και Θησαυρό - αλλά και Μάσκα) εφημερίδες, ακόμα και τον Τσελεμεντέ. Γενικά οτιδήποτε τυπωμένο - μέχρι και τα νομικά βιβλία του πατέρα μου. Αν δεν έβρισκα κάτι να διαβάσω, ξαναδιάβαζα. Περιφερόμουν όλη μέρα με ένα έντυπο μπροστά στη μύτη μου και η μητέρα φώναζε:
- Θα χαλάσεις τα μάτια σου!
Πριν ακόμα πάω σχολείο, είχα μάθει να διαβάζω και Ελληνικά και Γαλλικά. Μεγάλωσα δίγλωσσος. Είχα «εσωτερική» στο σπίτι, μια συμπαθέστατη νεαρή Φραγκοσυριανή, την Αγνή Ρούσσου, (επί το αριστοκρατικότερον Μam'zelle Agnès) που, όπως και η μητέρα, μου μιλούσε μόνο Γαλλικά. Έτσι η πρώτη σοβαρή λέξη που άρθρωσα (μετά τα μπα-μπα και μα-μα) ήταν Γαλλική: cigale.
Άραγε ήταν απήχηση από τον μύθο του Lafontaine που μου διάβαζαν (ακόμα τον ξέρω απ' έξω) ή με είχε εντυπωσιάσει το τραγούδι του τζίτζικα;
Τα γαλλικά παιδικά βιβλία είχαν εκπληκτικές εικόνες και ωραία τυπογραφικά στοιχεία. Εκτός από τους `Μύθους' του Lafontaine θυμάμαι, με φωτογραφική μνήμη, την εικονογράφηση από ένα ηθικοπλαστικό αφήγημα με τίτλο Le Savetier et le Financier καθώς και τις κλασικές χαλκογραφίες του Doré από τα παραμύθια του Perrault. Είχα ακόμα καταβροχθίσει όλη την (αφελέστατη και άκρως σαδιστική) Bibliothèque Rose.
Αλλά τα δύο πράγματα που έπλασαν την παιδική μου ηλικία - ίσως και την υπόλοιπη ζωή μου - ήταν ο Ιούλιος Βερν (στις εκπληκτικές καθαρευουσιάνικες μεταφράσεις των εκδόσεων Σιδέρη) και οι τόμοι της Διάπλασης των Παίδων. Γι αυτά, παρακάτω.
Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό «Οι Δρόμοι μου»,2004, εκδόσεις Ωκεανίδα).