Περνάω έξω από ένα Λύκειο σε κατάληψη. Μουσική βγαίνει από μέσα (νομίζω πως είναι grunge, αλλά τι ξέρω εγώ από τα σαράντα είδη του ροκ…). Στα σκαλιά μαθητές καπνίζουν. Φωνές και γέλια έρχονται σε κύματα.
Τους βλέπω και τους ζηλεύω. Τόση ελευθερία δεν θα μπορούσα ούτε να την ονειρευτώ στα μαθητικά μου χρόνια. Η μεγάλη μας επανάσταση: να καπνίσουμε ένα τσιγάρο στις τουαλέτες. Να πετάξουμε μία σαΐτα στην τάξη, να φέρουμε σκονάκι στις εξετάσεις…
Μικρή γεύση επανάστασης έζησα χρόνια μετά, απόφοιτος στο Πανεπιστήμιο και αργότερα, τουρίστας, τον Μάη του 68, στο Παρίσι. Τούτοι δω όμως, το παίζουν Τσε Γκεβάρα από τα δεκαπέντε τους. Στα δικαιολογημένα αιτήματα τους για καλύτερες συνθήκες στο σχολείο, κολλάνε και μερικά πολιτικά συνθήματα, έτσι για να νιώσουν πιο οικουμενική την χειραφέτηση.
Είναι παιδεία και οι καταλήψεις. Άλλου είδους αυτή. Συμπληρώνει και εξισορροπεί το στενοκέφαλο, ξύλινο, δογματικό σχολείο. Το σχολείο που σχεδόν πια δεν έχει νόημα. Όπως είπαν κάποια παιδιά: έτσι κι αλλιώς εδώ δεν μαθαίνουμε τίποτα – υπάρχουν τα φροντιστήρια.
Αναρωτιέμαι: αν το σχολείο ήταν ζωντανό, ενδιαφέρον, πλούσιο σε γνώσεις και εμπειρίες, θα γίνονταν καταλήψεις; Αν δεν ήταν ένα μεγάλο παπαγαλείο όπου οι καθηγητές παπαγαλίζουν την «διδακτέα ύλη» του υπουργείου και οι μαθητές τους καθηγητές, θα υπήρχε κίνητρο;
Οι καταλήψεις δείχνουν την χρεοκοπία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Κάνει κανείς κατάληψη σε ένα κινηματογράφο, σε ένα γήπεδο; Αν το σχολείο πρόσφερε την «χαρούμενη γνώση» του Νίτσε – ποιος θα ήθελε να το κλείσει;
Έτυχε να πάω σε καλό σχολείο – και, τώρα που το θυμάμαι, σκέπτομαι πως κι αν ακόμα κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή η (αδιανόητη) ιδέα της κατάληψης, δεν θα την αγκάλιαζα με τίποτα. Θα μου στερούσε την περιπέτεια της γνώσης που την έβρισκα συναρπαστική.
Βλέπω τους επαναστάτες που καπνίζουν στα σκαλιά. Τους φθονώ και τους λυπάμαι. Τους φθονώ για την ελευθερία τους και τους λυπάμαι για την χρήση της…