«Α του Ηρώδη του Αττικού, τι δόξα είναι αυτή!
Ποιος άλλος… τα αξιώθηκεν αυτά; - / Κατά που θέλει και κατά που κάμνει /οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν, / μήτε να κρίνουν ή να συζητούν / μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο».
Ναι – και μάλιστα κατά 65%! Ούτε ο Καβάφης, όταν έγραφε για τον Ηρώδη τον Αττικό, δεν είχε προβλέψει τέτοια ποσοστά θεαματικότητας.
Τρίτη βράδυ η πόλη ερημώνει – σαν να παίζεται ντέρμπυ Ολυμπιακού Παναθηναϊκού. Ο Λάκης δίνει ρεσιτάλ στην μικρή οθόνη και οι Έλληνες (οι Έλληνες!) μαγεμένοι τον παρακολουθούν και τον ακολουθούν.
Πού; Όπου τους πάει.
Και πού τους πάει;
Αλίμονο – πουθενά. Αναπαράγει συστηματικά τις αγκυλώσεις τους, τα στερεότυπα, τις φαντασιώσεις τους, τις θεωρίες συνωμοσίας, τις φοβίες τους.
Θα μου πείτε: γι αυτό τον αγαπούν, γιατί δίνει σώμα και υπόσταση σε αυτά που νιώθουν, φοβούνται και ονειρεύονται. Αν τους έλεγε π. χ. δυσάρεστες αλήθειες για μερικά «εθνικά θέματα» θα εξακολουθούσαν να τον ακολουθούν;
Σίγουρα όχι. Και δεν το ρισκάρει. Αλλά είναι να λυπάσαι τόσο ταλέντο, τόση ευφυΐα, τόση ζωντάνια, να αναλίσκονται σε μία (έστω χαρισματική) ανακύκλωση του προφανούς. Να μην βοηθάνε το κοινό να προχωρήσει έστω λίγα βήματα παρακάτω, να αντικρίσει τις άλλες πλευρές των πραγμάτων, να ανοίξει λίγο τα μάτια και το νου του.
Έπειτα, τις διάφορες γελοίες περσόνες της τηλεόρασης, τι τις θέλει; Χρειάζεται ο Λαζόπουλος την Βροχοπούλου; Δεν θα ήταν καλύτερο να σατιρίσει μερικά από τα σκληρά ιερά μας ταμπού;
Κι εγώ παρακολουθώ τον Λάκη και γελάω – πολλές φορές όμως πικρά. Γιατί βλέπω πώς εξαγοράζει την δόξα του. Με ευκολίες. Λαϊκίζοντας. Χάθηκε να ήταν πιο αιρετικός;
Κακώς όμως κατακρίνω. Δεν θέλησε την ρήξη – προτιμάει την φήμη. Επέλεξε να είναι Σουρής, και όχι Ροΐδης.
Πάλι Καβάφης: «Εκεί που έφθασες, λίγο δεν είναι. Τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».