«Χριστούγεννα και πράσινα άλογα!» είπε ο Αρπίδης και χλιμίντρισε σαν άλογο. «Παραμύθια για μικρά παιδιά! Αηδίες!».
Ο Αρπίδης δεν είχε ποτέ διατελέσει μικρό παιδί. Γεννήθηκε πέντε-έξη χρόνια πριν την Κατοχή σε φτωχογειτονιά. Τα κατοχικά παιδικά του Χριστούγεννα ήταν το ίδιο σκοτεινά και πεινασμένα όπως και κάθε μέρα. Στολισμένο δέντρο είδε πρώτη φορά στα δεκαπέντε του μέσα από ένα φωτισμένο παράθυρο, ενώ κουβάλαγε σιδερόβεργες για το αφεντικό του.
Έζησε δύσκολη ζωή, μεροδούλι-μεροφάι. Παιδιά δικά του δεν απόκτησε, να γιορτάσει Χριστούγεννα μαζί τους. Κι έτσι έφτασε τώρα να είναι ένας μίζερος και γκρινιάρης γέρος, που τον πόναγαν τα γόνατα και η μέση του, και δεν είχε κανένα δικό του στον κόσμο. Ζούσε με μία μικρή σύνταξη και κάτι οικονομίες σε ένα μικρό δυάρι που του είχε κοστίσει δεκαετίες δουλειάς. Γιατί να χαίρεται τα Χριστούγεννα;
Έτσι όταν στη γειτονιά ο περιπτεράς ή ο μπακάλης του ευχόντουσαν, άκουγαν τον εξάψαλμο των Χριστουγέννων. «Εύχεστε στον κόσμο για να του πάρετε τα λεφτά», γκρίνιαζε. «Από μένα πάντως, τον τσιγκούνη, δεν θα πάρετε φράγκο. Ούτε στολίδια θέλω, ούτε γαλοπούλα, ούτε κουραμπιέδες και μελομακάρονα!».
Δυο φορές την εβδομάδα ερχόταν στο σπίτι η Μπελέ, να καθαρίσει και να μαγειρέψει. Η Μπελέ μαύρη, από την Κεντρική Αφρική, γεματούλα, πάντα πρόσχαρη και γελαστή. Την είχε διαλέξει γιατί ήταν φτηνή. Κανείς δεν ήθελε μαύρη καθαρίστρια, λες και θα ξέβαφε επάνω στα πράγματα. Τον γέρο δεν τον ενοχλούσε η μαυρίλα, φτάνει που ήταν τακτική και καθαρή.
Τέσσερα χρόνια η Μπελέ είχε μάθει πια να μην εύχεται καλά Χριστούγεννα. Έκανε σαν να μην υπήρχαν γιορτές. Μια φορά στην αρχή κάτι είχε πει, το αφεντικό την αποπήρε – δεν ξαναμίλησε. Έτσι ο γέροντας δεν ήξερε καν αν ήταν Χριστιανή. «Μπα, τίποτα ξόανα θα λατρεύουν αυτοί», σκεπτότανε.
Την παραμονή, κανένα παιδί δεν πήγαινε στο δυαράκι να πει τα κάλαντα. Το ξέρανε όλοι, πως αντί για νομίσματα θα μοίραζε βρισιές. Ο παπάς της ενορίας τον μάλωνε: «Θα πας στην Κόλαση, ανάποδε άνθρωπε! Γέννηση, ανάσταση δεν έζησες ποτέ!».
Κι όμως αυτή την παραμονή χτύπησε το κουδούνι. Ανοίγει ο Αρπίδης την πόρτα και τι να δει: ένα αραπάκι, δυο πιθαμές, κατάμαυρο και γυαλιστερό, που κρατούσε τρίγωνο. Του φάνηκε τόσο αστείο που άθελά του ο γέρος έβαλε τα γέλια.
«Που βρέθηκες εσύ;» «Είμαι ο γιός της Μπελέ», είπε το αραπάκι σε άπταιστα ελληνικά. «Να τα πω;»
Ο γέρος ακόμα γελούσε: «Τι να πεις παιδί μου – λέτε κάλαντα εσείς στη ζούγκλα;». «Δεν ζω στη ζούγκλα κύριε», είπε ευγενικά το αραπάκι, «ζω στην Αθήνα».
Κάπου τον έκανε να ντραπεί η ευγένεια του παιδιού. «Άντε, να τα πεις» απάντησε, και σκέφθηκε πως είχε να ακούσει κάλαντα χρόνια και χρόνια – και ποτέ στο σπίτι του.
Άψογα και χωρίς λάθη τα είπε ο μικρός. Τα ήξερε όλα. Είχε και ωραία φωνή. Ο γέρος ένιωσε περίεργα. Σαν κάτι σκληρό και κρύο να έλιωσε μέσα του. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Μπόμα, κύριε» απάντησε το παιδί.
Έβγαλε και του έδωσε πέντε ευρώ. Πέντε ευρώ!
Και όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του, άρχισε να κλαίει. Με λυγμούς.