Επισκέφθηκα σήμερα το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αλλά δεν το χάρηκα. Αντίθετα σφίχτηκε η καρδιά μου.
Όλο αυτό το Μουσείο είναι ένα μεγάλο παράπονο.
Ένα μουσείο της απουσίας – κι όχι της παρουσίας. Τα εκθέματα που λείπουν, έχουν εντονότερη παρουσία από εκείνα που υπάρχουν. Τα μεγάλα λευκά κενά, τα ψυχρά άσπρα τετράγωνα που ενώ απεικονίζουν (έστω σε αντίγραφο) δεν «γράφουν». Μένει μόνο η εικόνα του κενού.
Στους πρώτους ορόφους λειτουργεί σαν Μουσείο. Ωραία εκθέματα, αρχαϊκά, κλασικά, ελληνιστικά, ακόμα και ρωμαϊκά, σωστά τοποθετημένα και φωτισμένα πλουτίζουν τα μάτια. Αλλά ο τελευταίος όροφος είναι σκέτη τραγωδία. Νεκροταφείο και μνημόσυνο απόντων.
Μετόπες, αετώματα κι εκείνη η σακατεμένη ζωοφόρος. Ανάθεμα τον Έλγιν και την αρχαιολαγνεία του. Η μεγαλύτερη πολιτισμική κλοπή στην ιστορία.
Κι εμείς ξοδέψαμε ένα δισεκατομμύριο για να τα υποδεχθούμε. Κάποτε.
Σαν επιχείρημα για την Επιστροφή, το μουσείο είναι ανυπέρβλητο. Σαν μουσείο είναι οδυνηρό. Ιδιαίτερα για τους ευαίσθητούς και υποψιασμένους. Και αυτοί δεν είναι μόνον Έλληνες. Είδα ξένους, ακόμα και Άγγλους, να βγαίνουν τραυματισμένοι και αγανακτισμένοι από το ακρωτηριασμένο σύνολο.
Δεν θα ξαναπάω σύντομα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Έχει ριζώσει μέσα μου σαν τεράστιο παράπονο, σαν ένα αίτημα που δεν θα εκπληρωθεί. Οι πείσμονες Βρετανοί δύσκολα πείθονται.
Και σκεπτόμουνα την μοίρα αυτού του τόπου. Τον «καημό της Ρωμιοσύνης» που έγραφε κι ο Σεφέρης. Πώς έγινε κι από την αρχή της λευτεριάς μας, όλο κάτι ζητούσαμε, όλο περιμέναμε. Ξεκινήσαμε ελλιπείς. Μας έδωσαν – δε λέω. Την Θεσσαλία και τα Επτάνησα. Τα Δωδεκάνησα. Την Ήπειρο, την Μακεδονία και την Θράκη τις πήραμε μόνοι μας. Κι από το κακό μας το κεφάλι χάσαμε τη μισή Θράκη, την Σμύρνη και την μισή Κύπρο.
Αλλά όλα αυτά μέσα στο χρέος και την ανάγκη. Η μία χρεοκοπία μετά την άλλη. Τα χρέη του Τρικούπη τα ξοφλήσαμε πρόσφατα. Τα δικά μας τα χρέη, ούτε τα δισέγγονά μας…
Κι όλα τούτα ενώ μας χρωστάνε. Έτσι μαθαίνουμε από παιδιά. Τώρα σε μας χρωστάνε, στους προγόνους… Την δημοκρατία, την φιλοσοφία και την τραγωδία δεν τις επινοήσαμε εμείς.
Όμως τα Μάρμαρα του Παρθενώνα τα χρωστάνε σίγουρα. Όχι σε μας: στον Παρθενώνα!