Έμαθα να διαβάζω συλλαβίζοντας τα άρθρα του Γ.Α.Β. Τα βλέπω μπροστά μου, ολοκάθαρα, εκείνα τα ιδιόρρυθμα τυπογραφικά στοιχεία: τεράστια, ανισόπαχα, σαν χαραγμένα από μαλακή πένα, με κατάμαυρες παρειές και λεπτότατες απολήξεις.
Ακούω ακόμα τον πατέρα να μας διαβάζει μεγαλόφωνα την “Ανοιχτή Επιστολή προς την Α.Ε. του κ. A. Χίτλερ”. Να κομπιάζει στην τελευταία παράγραφο (εκεί που γράφει για το δρομέα της Ολυμπίας), να πνίγεται και να βουρκώνει, χωρίς να μπορεί να τελειώσει. Να προσπαθεί η μητέρα να συνεχίσει — κι ο πατέρας, πνιγμένος να ψιθυρίζει: “άσε, δεν ξέρεις εσύ, θα το σκοτώσεις”.
Ήμουν τότε έξι χρονώ — και δεν νομίζω πως στα σαράντα έξι χρόνια που πέρασαν έχασα έστω και ένα φύλλο της “Καθημερινής”. Ως την εφηβεία μου, ήταν η μόνη εφημερίδα που ήξερα — η μόνη που έμπαινε στο σπίτι. Αργότερα, όταν άρχισα να έχω απόψεις και να αγοράζω δική μου εφημερίδα, προτίμησα “Το Βήμα”, ίσως γιατί μου πήγαινε πιο πολύ πολιτικά. Ίσως από αντίδραση στον πατέρα. (Θυμάμαι, πως θαύμαζα τον Παλαιολόγο και τον Παπανούτσο — κι ονειρευόμουνα να γράψω κάποτε κάτι που να συνδυάζει το ύφος του ενός και τη σοφία του άλλου).
Αλλά δεν άφησα ποτέ την “Καθημερινή”. Όσο σπούδαζα στο εξωτερικό, μου την έστελναν από το σπίτι. Αργότερα αποφάσισα να παίρνω τουλάχιστον τρεις εφημερίδες για να έχω μια ισορροπημένη εικόνα των πραγμάτων. Στη δεκαετία του εξήντα ήταν: “Βήμα”, “Καθημερινή” και “Ελευθερία”.
Ευτύχησα να προλάβω τα χρόνια των “Ιερών τεράτων” της ελληνικής δημοσιογραφίας — κι αν έμαθα κάπως να γράφω, το χρωστάω σ' αυτούς. Τα πρότυπα μου πάνε δεκαετίες πίσω — η ρητορική και ο ρυθμός του Βλάχου, η ευρηματική κομψογραφία του Μελά, και, ακόμα πιο πέρα, η μελαγχολική σοφία του Νιρβάνα και η μαθηματική διαύγεια του Ξενόπουλου-“Φαίδωνα” στη Διάπλαση.
Ήταν τα χρόνια όπου οι γράφοντες είχαν μόρφωση, ήθος, παρουσία και ύφος. Πράγματα, σήμερα, σπανιότατα. Ιδιαίτερα το ύφος. (Κι είναι το μόνο που μένει — κοιτάξτε τον Ροΐδη !). Τώρα κακοχυμένα, ανελλήνιστα προχειρογραφήματα γεμίζουν κάθε μέρα τις πολύχρωμες σελίδες. Ασήμαντα — γκρίζο φόντο για τις έγχρωμες φωτογραφίες...
Σκέπτομαι τι θα έλεγαν ο Χουρμούζιος, ο Συριώτης, ο Ανδρουλιδάκης για τα πράγματα που δημοσιεύονται σήμερα και παριστάνουν τα κείμενα. Αυτοί που περνούσαν από κόσκινο τον Καζαντζάκη, τον Τερζάκη, τον Μυριβήλη ! Ως και οι καυγάδες των ετών εκείνων είχαν ποιότητα, φινέτσα, αρχοντιά. (Ελάχιστη επιζεί ακόμα, στα καυστικά σχόλια της “Εστίας”). Ουδείς διενοείτο να χυδαιολόγησει και να εκτοξεύει λάσπη — αντί για πνεύμα.
Φοβάμαι πως το φύλλο 20539 (5.5.87) της “Καθημερινής” κλείνει οριστικά αυτή την εποχή. Μπορεί ταυτόχρονα να ανοίγει μια καινούρια, πιο μοντέρνα, πιο ζωντανή. Το εύχομαι. Αλλά η “Καθημερινή” χωρίς τους Βλάχους, με μιαν Ανώνυμη Εταιρεία στην προμετωπίδα—θα είναι άλλη, ξένη εφημερίδα.
Όχι πως τα 'χω καλά με τη Μεγάλη Κυρία της Ελληνικής Δημοσιογραφίας. Επανειλημμένα έχω νιώσει το κεντρί της (και, σας βεβαιώνω, τσούζει!). Όμως, να σε παραλαμβάνει η Βλάχου είναι τίτλος τιμής. Αλίμονο — όσο περνάει ο καιρός δεν μας κρίνουν πια άτομα αλλά Ανώνυμες Εταιρείες με απρόσωπα κείμενα...
Ανώνυμοι επιχειρηματίες καταλαμβάνουν το χώρο που κάποτε τίμησαν οι κατ' εξοχήν επώνυμοι: Ροΐδης, Τριαντάφυλλος (Ραμπαγάς), Γαβριηλίδης, Κακλαμάνος, Καλαποθάκης, Κύρου, Βλάχος, Λαμπράκης, Κόκκας — και τόσοι άλλοι. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, αγωνιστές. Δεν αγόρασαν τις εφημερίδες τους — τις έφτιαξαν. Τις έχτισαν φράση-φράση, λέξη-λέξη. Πρώτα έπεισαν σαν άτομα και μετά σαν τίτλοι. Γι' αυτούς η εφημερίδα ήταν σκοπός — όχι μέσον. Έγραφαν άρθρο και η Ελλάδα έστηνε αυτί. Η πνευματική τους ταυτότητα, η προσωπική εγκυρότητα και αξιοπιστία τους στήριζε το κύρος του εντύπου. Η εφημερίδα είχε πρόσωπο, είχε υπογραφή.
Ας είναι — μπήκαμε σε μιαν εποχή όπου τα ρούχα είναι σινιέ και το πνεύμα ανώνυμο, θα την υποστούμε κι αυτή. Θα επιζήσουμε. Όπως θα επιβιώσει και η “Καθημερινή”, διαφορετική, ανανεωμένη. Η νιότη μας δεν θα επιζήσει! Και κάποια ευγενική ποιότητα που χάνεται, φοβάμαι, ανεπιστρεπτί. Τα δείγματα γραφής που έχουν δώσει οι επιχειρηματίες εφημερίδων δεν είναι, ως τώρα, ενθαρρυντικά.
Εύχομαι στην “Κυρά” (έτσι την αποκαλούν με δέος και αγάπη οι συνεργάτες της) να συνεχίσει τα “Επίκαιρα” και την “Μπερλίνα” της για πολλά χρόνια. Να μας δίνει πάντα μαθήματα απλής λογικής και χιούμορ — που τόσο μας χρειάζονται. Θα προσπαθήσω να μη χάσω κείμενο της, όπως δεν έχασα κανένα, από τα πρώτα “Επίκαιρα” του 1945.
Αλλά την “Καθημερινή” που ήξερα πρέπει, νομίζω, να την αποχαιρετήσω. Ένα κομμάτι ζωή.
10.5.1987