Ο ΘΑΛΑΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΣΙ (1985-87)

Ο αέρας, βαρύς και ασφυκτικός. Ο αέρας μυρίζει, απλυσιά, φάρμακα, αλλοιωμένα τρόφιμα, οσμές πολλών σωμάτων — και ιδιαίτερα ίδρωτα. Ίδρωτα πόνου.

Σε ένα θάλαμο τεσσάρων θέσεων υπάρχουν δέκα κρεβάτια. Σε κάθε κρεβάτι αναλογούν ένας άρρωστος και ένας έως δύο συγγενείς. Περίπου είκοσι άνθρωποι σε χώρο για πέντε. (Τέσσερις ασθενείς και μία —κινούμενη— νοσοκόμα).

Όχι, δεν είναι ώρα επισκεπτηρίου. Είναι δύο μετά τα μεσάνυχτα. Όμως οι συγγενείς είναι απαραίτητοι. Κάνουν τη νοσηλεία. (Σ' όλα τα ελληνικά νοσοκομεία, οι συγγενείς αναπληρώνουν το νοσηλευτικό προσωπικό). Εδώ όμως είναι αναντικατάστατοι: οι νοσηλευόμενοι είναι παιδιά. Μικρά παιδιά, που ούτε τις ανάγκες τους δεν μπορούν να εκφράσουν.

Δύο μετά τα μεσάνυχτα, σε ένα θάλαμο του “Αγλαΐα Κυριακού”. Έξι λαμπτήρες νέον φωταγωγούν το χώρο με ένα εκτυφλωτικό, κρύο φως.

Κάθε απόπειρα να σβήσει, προκαλεί τα γοερά κλάματα ενός τετράχρονου που “φοβάται, το σκοτάδι”. Δεν υπάρχει φως νύχτας.

Ο αέρας είναι τόσο βαρύς που αισθάνεσαι ασφυξία. Όμως ούτε συζήτηση να ανοίξει παράθυρο. Ο αξύριστος, ορεσίβιος πατέρας, που τρίτη νύχτα ξενυχτάει τον εγχειρισμένο γιο του, απειλεί θεούς και δαίμονες: “θα μου κρυώστε το πιδί!”. Ούτε οι συστάσεις του γιατρού ούτε οι παρακλήσεις των μανάδων έφεραν αποτέλεσμα. Μόνον όταν βγαίνει να πάει στην τουαλέτα ανοίγουν κλεφτά μισό τζάμι.

Τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Άλλοι κοιμούνται σε καρέκλες, άλλοι σε σκαμνιά, άλλοι αγκαλιά με το εγχειρισμένο παιδί τους, στο ίδιο κρεβάτι. Ντυμένοι, με όλα τους τα ρούχα, αγκαλιά με τα πράγματα τους, να μη τους κλέψουν. (Κλέψανε προχτές την τσάντα μιας που κοιμότανε). Και με τα παπούτσια. (Την πρώτη μέρα έλεγα: τι διάβολο δεν τα βγάζουν; Μετά ευχόμουνα να μην τα βγάλουν. Δεν φταίνε όλοι. Και να θες να είσαι εδώ καθαρός, είναι πολύ δύσκολο!).

Τέσσερις η ώρα το πρωί — σ' ένα θάλαμο με είκοσι ανθρώπους. Που ροχαλίζουν. Που πέρδονται. Που ιδρώνουν. Που αγωνιούν.

Και το φως άπλετο — έξι σωλήνες νέον να καταυγάζουν το τερατώδες συνονθύλευμα πόνου και σκλαβιάς. Γιατί βέβαια μόνο σκλάβοι θα δέχονταν, στις πιο δύσκολες στιγμές τους, τέτοιο εξευτελισμό.

Στα σκλαβοπάζαρα, στα καράβια των δουλεμπόρων, δεν θα επικρατούσαν χειρότερες συνθήκες. (Και οι σκλάβοι ήταν υγιείς! Όχι εγχειρισμένοι και ανάπηροι !).

Είσαι σκλάβος, όταν δεν έχεις επιλογή. Και οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν \ Δεν είναι καν θέμα χρημάτων. Δωμάτια δεν υπάρχουν. Οι “θέσεις” έχουν καταργηθεί — κι όταν δεν έχουν, είναι πιασμένες μήνες πριν. Τα επείγοντα περιστατικά πάνε στα ράντζα η στους θαλάμους των σκλάβων. (Γνωστός μου πλούσιος βιομήχανος πέρασε τρεις μέρες εγχειρισμένος στο διάδρομο του Ιπποκράτειου. Η διάτρηση δεν μπορούσε να περιμένει! Την τέταρτη μέρα “προβιβάστηκε” σε θάλαμο των οκτώ).

Πέντε το πρωί στο σκλαβοθάλαμο. Ο πηχτός αέρας μας ενώνει, τα κολλημένα σώματα μας ενώνουν. (Ανάμεσα στα κρεβάτια ίσα χωράει μια καρέκλα. Πηδάς για να κάτσεις). Έχω την αίσθηση πως γίναμε ένα — παιδιά, γονείς, συγγενείς, ένα σύνολο από συμφύσεις. Μια αδιαμόρφωτη μάζα, ένας συμπαγής, βρωμερός πολτός.

Ξημερώνει. Τώρα οι τυχεροί θα φύγουν — όσοι έχουν συγγενή να τους σκαντζάρει. Ο βουνήσιος πατέρας τέταρτη εικοσιτετράωρη βάρδια. Δεν έχει κανέναν στην Αθήνα — και δεν εμπιστεύεται ξένους. “Άντε να κοιμηθείς, κουμπάρε, το προσέχουμε εμείς το παιδί”, προσφέρονται, οι γειτόνισσες. “Δεν πειράζ'”, μουρμουρίζει. Σάμπως θα 'χει και μέρος να πάει να κοιμηθεί;

Οι απογευματινοί επισκέπτες, που έρχονται να δούνε τον μικρό, δεν αντέχουν πάνω από πέντε λεπτά. “Πως βρωμάει έτσι”, μου ψιθυρίζουν στ' αυτί. Εγώ έχω συνηθίσει. Απλώς, εδώ και δύο μέρες, δεν μπορώ να φάω. Τίποτα.

Στην εφημερίδα διαβάζω δήλωση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου (23.1.86): “Τα νοσοκομεία μας σήμερα πληρούν τα "στάνταρτς" ευρωπαϊκού επιπέδου — επιτέλους”. Του εύχομαι να μην πάθει, ο τετράχρονος γιος του οξεία σκωληκοειδίτιδα. (Αν και για τους υπουργούς πάντα υπάρχει θέση... Αυτό είναι το λάθος!).

Η χειρότερη σκλαβιά είναι αυτή, της αρρώστιας, της αναπηρίας, της ανημπόριας. Δεν έχεις ελπίδα, δεν έχεις επιλογή. Είσαι δούλος, δέσμιος, ανδράποδο ! Άλλοι αποφάσισαν πριν από σένα — κι έδωσαν τα χρήματα για πυραύλους, για Μιράζ, για αργομισθίες, επιδοτήσεις και άλλα σημαντικά και βαρύγδουπα. Κι εσύ, εξαθλιωμένος είλωτας, την ώρα της ανάγκης σου, παρακαλάς για μια νοσοκόμα, ένα γιατρό, ένα κρεβάτι, έστω και στο θάλαμο των είκοσι...

“Δεν χαίρεστε που δεν είστε σε ράντζο”, ήταν η απάντηση του γιατρού.

Κύριε Πρωθυπουργέ, σκεφθείτε. "Ένα F16 χτίζει νοσοκομεία. Αντί για την Αγορά του Αιώνα — τι θα λέγατε για την Περίθαλψη του Αιώνα; Τι θα λέγατε για την απελευθέρωση αυτού του λαού από τα αναξιοπρεπέστερα δεσμά του;

“Μα θα έρθουν οι Τούρκοι!”. Αλλά μήπως δεν είναι ήδη εδώ; (Ποια σκλαβιά χειρότερη;). Παζαρεύω: Πέντε αεροπλάνα λιγότερα θα φέρουν τον πόλεμο; Και για την υποθετική αυτή (και απίθανη) περίπτωση, αξίζει να κρατάμε όλους τους Έλληνες σκλάβους, στο κάτεργο του Θαλάμου των Είκοσι;

2.2.1986