ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ (1985-87)

Βρίσκομαι σε τόπο ήσυχο, κατανυκτικό, φορτωμένο ιστορία. Από μακριά ακούγονται, απόηχοι μουσικοί, φιλαρμονικές, μπάντες. Πλέω σε ένα χρυσόδετο ημίφως στην Αναγνωστική Εταιρεία της Κέρκυρας. Ποτέ, σε κανέναν χώρο στον τόπο μας, δεν έχω νιώσει γύρω μου τόση παράδοση, τόση σοφία, τόση καλλιέργεια, τόση ποίηση. Πανύψηλες βιβλιοθήκες, δερματόδετοι τόμοι, βαριά πορτρέτα: η αίθουσα Μαβίλη, η αίθουσα Βράιλα Αρμένη, το γραφείο του Καποδίστρια. Από τους τοίχους με κοιτάζουν ο Σολωμός, ο Θεοτόκης, ο Μάντζαρος, ο Πολυλάς. Εκατόν πενήντα χρόνια έκλεισε πέρυσι η Αναγνωστική Εταιρεία, και συνεχίζει. Μακάριος, λέω, ο τόπος που έχει τέτοιους πυρήνες ποιότητας.

Βρίσκομαι τώρα σε τόπο άξενο, επίπεδο, γεμάτο τσιμεντένια τέρατα, μπετονένια οχυρά χωρίς παράθυρα, που με πνίγουν. Κάπου κοντά ακούγεται η θάλασσα, δεν τη βλέπω, την κρύβουν οι όγκοι του τσιμέντου που κατεβαίνουν ως μέσα στο κύμα. Το φως είναι σκληρό και άγριο. Ψάχνω να βρω την όμορφη αμμουδιά που ήξερα, που αγαπούσα πριν είκοσι, πριν δέκα χρόνια. Δύσμορφα κτίσματα την κάλυψαν ολότελα, φτιαγμένα με την τερατώδη αισθητική του αυθαίρετου, με προσθήκες της μιας νύχτας, τσόντες, ορόφους αιωρούμενους, δωμάτια - καρκινώματα. Και παντού αυτές οι μισές κολόνες στην ταράτσα, με τα σίδερα όρθια σαν μαλλιά τρομαγμένα από την ασχήμια.

Ποτέ, σε κανέναν χώρο στον τόπο μας, δεν έχω δει τόσο κακόμορφα, δυσειδή κτίρια, πουθενά δεν έχω ζήσει τόση συμπυκνωμένη δυσμορφία. Κι όμως είμαι ακόμα στην Κέρκυρα, τριάντα χιλιόμετρα από την ωραιότερη πλατεία της Ευρώπης, την αρχόντισσα Σπιανάδα, από την αρμονία του Λιστόν. Το μέρος λέγεται Άγιος Γιώργης, στο δρόμο για τη Λευκίμμη — κι αν κανένα εικονογραφημένο έντυπο ενδιαφέρεται, έχω φωτογραφήσει την ασκήμια του, γιατί, πιστεύω, είναι μοναδική στον κόσμο.

Κι αναρωτιέμαι — πώς συμφιλιώνονται αυτά τα πράγματα; Πώς παντρεύεται η ευγένεια, η ποιότητα, η αρχοντιά της Αναγνωστικής Εταιρείας, με τη βαρβαρότητα, την αναίδεια, την ξετσιπωσιά των οικιστών και έμπορων του Άη-Γιώργη; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο τόπος (και δεν εννοώ τώρα μόνο την Κέρκυρα), αντί να πηγαίνει μπροστά, να γυρίζει πίσω!

Αν αυτή η σχιζοφρενική αντίφαση είναι σκληρή παντού — στην Κέρκυρα (στη Χίο, στην Ερμούπολη) γίνεται αβάσταχτη. Γιατί, έστω, οι άλλοι δεν ήξεραν. Δεν είχαν πρότυπα, δεν είχαν κριτήρια. Αλλά αυτοί εδώ; Πώς γίνεται να ακούς τον “Αμλέτο” στη Σπιανάδα και μετά να χτίζεις ένα ναζιστικό μπούνκερ;

Στους Έρμονες, στη γλυκύτατη ακτή, όπου πριν χιλιάδες χρόνια (έτσι λέει η παράδοση) ο Οδυσσέας συνάντησε τη Ναυσικά, ακόμα ρέει το μικρό ομηρικό ποτάμι. Αλλά δίπλα, “ποταμόν πάρα δινήεντα”, υπάρχει το μεγαλύτερο και πιο άσχημο τσιμεντένιο κτίσμα που μπορείτε να φανταστείτε. Δέκα μέτρα από τη θάλασσα. Ένα τεράστιο γυμνό μπετονένιο υπόστεγο, σαν γκαράζ αυτοκινήτων. Οι ένοικοι του ξενοδοχείου, που είναι ψηλά στο λόφο, κατεβαίνουν με ένα αποτρόπαιο την θέαν τελεφερίκ και παρκάρουν στο τσιμεντένιο υπόστεγο.

Αυτά θα αντίκριζε σήμερα ο Οδυσσέας, αν τον έβγαζε πάλι η Αθήνα, “ποταμοίο κατά στόμα καλλιρρόοιο”, στη γη των Φαιάκων. Όχι το γέλιο της Ναυσικάς, αλλά το τρίξιμο του τελεφερίκ και τη χυδαιότητα του γιγάντιου γυμνού τσιμέντου. Και θα μας μούντζωνε, ο πολυμήχανος, και με τα δύο χέρια. Γιατί δεν είμαστε άξιοι εμείς να έχουμε πρόγονο τον Οδυσσέα, αλλά τον Κύκλωπα — και πολύς μας πέφτει.

Σωστά μου είπε ένας σοφός άνθρωπος: “μα στην Ελλάδα κράτος δεν υπάρχει!”. (Κι αυτός πρέπει να ξέρει!). Ωραία: κράτος δεν υπάρχει (πόσα ρυθμιστικά σχέδια έχουν μελετηθεί για την Κέρκυρα, κύριοι του ΥΠΕΧΩΔΕ!). Ο καθένας αυθαίρετα αυθαιρετεί. Λαδώνει, υποκλέπτει, ξεφεύγει και αυθαιρετεί. Κράτος, λοιπόν, δεν υπάρχει. Τσίπα όμως δεν υπάρχει; Γούστο, ντροπή, φιλότιμο, δεν υπάρχει; Μέσα στις χιλιάδες τους Κερκυραίους (και επισκέπτες) δεν νιώθει κανείς την ανάγκη να κάνει κάτι;

Σεβαστά μέλη της Αναγνωστικής Εταιρείας, η μάχη του πολιτισμού δεν δίνεται πια στις βιβλιοθήκες. Η βαρβαρότητα κατακλύζει τις ακτές! Πρέπει να βγείτε έξω, να πολεμήσετε! Στο όνομα του Αλκίνοου και του Λορέντζου Μαβίλη!

Καμιά φορά συλλογιέμαι πως τα λόγια δεν φελάν — μονάχα το μπουρλότο. Τι να κάνουν τα λόγια μπροστά σε τόση αναίδεια και φτήνια; Πόση δύναμη έχει μια πολιτισμένη διαμαρτυρία κόντρα στη συμπαγή πλημμύρα του οχυρωμένου σκυροδέματος; Σε ποια γλώσσα να συνεννοηθείς με τον απάνθρωπο του πανωσηκώματος, τον βάνδαλο της τσιμεντόπλακας;

Έτσι σκέπτομαι πια να περάσω στη δράση. Να γίνω τρομοκράτης της ομορφιάς. Μα τον θεό, όταν ξανάρθω στην Κέρκυρα θα βάλω βόμβα στους Έρμονες. Την ευθύνη παίρνει η οργάνωση “Ναυσικά”.

Ναι για Σένα θα το κάνω, την "ευώπιδα κούρην..."

26.4.1987