ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ (1985-87)

Επτά Κυριακές είναι υπερβολική άδεια, είπε κάποιος.

Δεν ήταν άδεια. Δεν ήταν διακοπές, ίσως, μονάχα, οι πρώτες μέρες. Μετά ήταν φυγή, απουσία, λιποταξία. Δεν ήθελα να συνεχίσω. Δεν μπορούσα να συνεχίσω.

Πώς ο στρατιώτης, όταν μάχεται ξένο πόλεμο, συνειδητοποιεί την ψευτιά και πετάει τα όπλα;

"Αχ, αναγνώστες — όσο κι αν φαίνεται πως πολεμάμε για σας, τελικά εναντίον σας στρέφονται οι σφαίρες μας!

“Καλά τους τα λες!, μου φωνάζουν καμιά φορά στο δρόμο. Τους τα έψαλες πάλι σήμερα!”, με υποδέχονται σε φιλικά σπίτια.

Εκεί είναι η απάτη.

Τα γράφω εγώ, εκτονώνομαι, τα διαβάζετε εσείς, εκτονώνεστε — και το θέμα έληξε.

Έχουμε όλοι την αίσθηση πως κάτι κάναμε. Πώς κάτι έγινε. Επειδή “τα είπα”. (Εγώ, ο άλλος, σ' αυτή την εφημερίδα, στην άλλη). Κι, επειδή τα διαβάσατε.

Δεν έχουμε καταλάβει, πως σ' αυτό τον τόπο, όπου όλα είναι, θέαμα, προβολή, σκηνικό — η μίμηση της δράσης υποκαθιστά τη δράση.

Και στην Ελλάδα, οι "αγωνιστικές" δημοσιογραφικές στήλες δεν δρουν — μιμούνται τον αγώνα.

Είναι σαν τους ελληνικούς καβγάδες — όλο λόγια, χωρίς γροθιές. Φωνάζουν, ταράζουν τα νερά, τον αέρα, βαβούρα γίνεται, τίποτα δεν αλλάζει. Οι επιτήδειοι, οι απατεώνες, οι ξετσίπωτοι, συνεχίζουν ατάραχοι την ασέλγεια τους πάνω στο πτώμα της Ελλάδας.

Για να είναι δραστική η δημοσιογραφική κριτική, προϋποθέτει ενεργό Κοινή Γνώμη και ευαίσθητη εξουσία. Σε μας αυτά δεν υπάρχουν. Οι πλειοψηφίες ομαδοποιούνται και συμπεριφέρονται ποδοσφαιρικά. Οι άρχοντες (που το ξέρουν) αδιαφορούν.

Τον τελευταίο καιρό, δημοσιεύθηκαν στην Ελλάδα κείμενα που άλλου θα είχαν ρίξει κυβέρνηση. Εδώ έκαναν μόνο κύκλους στο νερό.

Άρα λοιπόν τι κάνουμε; Μα, χωρίς να το θέλουμε (χωρίς ίσως και να το ξέρουμε), βοηθάμε τους –εκάστοτε - κρατούντες. Με το θόρυβο και την αντάρα που σηκώνουμε, στήνουμε προπέτασμα καπνού. Τους καλύπτουμε για να συνεχίσουν απρόσκοπτα το έργο τους!

Τους δίνουμε άλλοθι. “Ελεύθερος ο Τύπος να γράφει (κι εμείς να αυθαιρετούμε!)”, σκέπτονται.

Γινόμαστε καθημερινά συνένοχοι σε βαρύτατα πολιτικά ατοπήματα. Βοηθάμε στην εύρεση νέων ποδοσφαιρικών συνθημάτων — για όλα τα κόμματα. Και αμέριμνοι συνεχίζουμε, ευτυχείς διότι “τους τα λέμε καλά!”.

Εν τω μεταξύ η Ελλάδα βουλιάζει. Έρχομαι από την άλλη Ευρώπη. Η απόσταση ανάμεσα μας, που τελευταία όλο και μεγάλωνε, τώρα αυξάνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όχι σαν να φεύγουμε. Σαν να πέφτουμε.

Δεν θέλω πια να συνεργώ σ' αυτή τη φενάκη.

Ξαναγύρισα για να πω άλλα πράγματα. Δεν θα παίξω το παιχνίδι της εξουσίας, να φωνάζω γι' αυτά ακριβώς που θέλει — και να τη βοηθάω να τα κάνει! Η αντίσταση σε κάθε αλλοτρίωση μπορεί —και πρέπει— να πάρει άλλη μορφή. Ένα ερωτικό ποίημα είναι πιο επαναστατικό από ένα άρθρο. Μια περιγραφή μοναξιάς η θανάτου είναι πιο ανατρεπτική από ένα σχόλιο.

Μόνον η Ζωή μπορεί να πολεμήσει την αυθαιρεσία.

Περπατώντας πρόσφατα σε μια γκρίζα πόλη, από αυτές που θυμίζουν (και είναι) στρατόπεδα συγκεντρώσεως, σκεπτόμουνα πως η πιο ανατρεπτική πράξη θα ήταν πολλά ζευγάρια να φιλιούνται στο δρόμο. Ή πολλοί άνθρωποι, γυμνοί, όπως τους είδα πριν από μέρες στο Μόναχο, ξαπλωμένους στο πάρκο. Μόνον η δημοκρατία αντέχει, την ομορφιά και την ασκήμια της γύμνιας !

Ξαναγύρισα για να παραστήσω τον τρελό του χωριού. Για να ανοίξω ένα ρήγμα στα ύφαλα της εφημερίδας, να μπαίνει μέσα η ζωή. Που λείπει τόσο από τις κατασκευασμένες μη - ειδήσεις. (Π. χ.: Ο ανασχηματισμός δεν είναι είδηση. Είναι παραπλάνηση. Αν τον σχολιάσω, θα πέσω στην παγίδα! Θα νομίσουμε πάλι πως “κάτι έγινε”).

Θα γράψω, λοιπόν, ό,τι συμβαίνει. Κι αυτό δεν είναι, σχεδόν ποτέ, το θέμα της πρώτης σελίδας. (Αυτό, σπάνια συμβαίνει. Συνήθως, απλώς, αναγγέλλεται).

Και δεν είναι η πολιτική μέρος της ζωής; Σίγουρα, ναι. Γι' αυτό ό,τι γράφω θα είναι και πολιτικό σχόλιο. Αλλά στο συγκεκριμένο ανθρώπινο επίπεδο. (Όχι: “Το πρόβλημα του νέφους” — αλλά η ιστορία του ανθρώπου που πνίγεται).

Τι θα πετύχω; Λίγα πράγματα — δεν έχω αυταπάτες. Μια άλλη όψη της πραγματικότητας — έστω και μόνο για να εξισορροπήσω την αφόρητη πολιτική και ιδεολογική φλυαρία των ήμερων. Που όχι μόνο δεν οδηγεί σε ανανέωση, αλλά επισφραγίζει την αποτελμάτωση.

Ας “τα λένε” τώρα οι άλλοι, όσο αντέχουν. Ξέρω πως κι αυτοί πικραίνονται από τη ματαιότητα των λόγων τους. Ξέρω πως αναρωτιούνται για τη σκοπιμότητα της συνέχειας, ίσως να νιώθουν την αθέλητη συμπαράσταση που παρέχουν στους ισχυρούς.

Η στήλη αυτή θα θεωρούσε άξιο το μισθό της αν, αντί για ρητορική, γινόταν παιδεία, αντί για πειθώ, επικοινωνία. Κι ίσως αυτή θα ήταν η ουσιαστικότερη πολιτική της προσφορά.

27.9.1987