Ο ΑΛΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1983-85)

Εκείνο το απόβραδο είχα αποφασίσει να φωτογραφήσω τη δύση από του Φιλοπάππου.

 

Προσδοκούσα μια μοναδική δύση - όπως μοναδική είχε αποδειχθεί όλη η μέρα, μια πανδαισία φωτός. Το διαυγέστερο, το πιο ευγενικό αττικό φως, εκείνο που σε τρομάζει γιατί καταργεί την προοπτική και φέρνει τα πάντα τόσο κοντά - όσο στα όνειρα του Νταλί.

 

Έφτασα στη ρίζα του λόφου ενώ το σκοτάδι είχε ήδη απλωθεί στα χαμηλά της αρχαίας Αγοράς. Ψηλά η Ακρόπολη ήταν ακόμη φωτεινή και ρόδινη. Φυσούσε ένα διαπεραστικό βοριαδάκι - αυτό που κρατούσε την ατμόσφαιρα καθαρή.

 

Ξαφνικά, καταστροφή ! Ο δρόμος του Φιλοπάππου κλειστός! Και εγώ που νομίζοντας πως θ' ανέβω, όπως πάντα, με αυτοκίνητο, είχα πάρει αργό φιλμ, βαρύ τρίποδο και ένα ζεμπίλι φακούς!

 

Δεν υπήρχε χρόνος για δισταγμούς - το σκοτάδι ανέβαινε. Έκοψα στην πλάτη δεκαπέντε κιλά σύνεργα και ανηφόρισα, τρέχοντας, να προλάβω.

 

Έφτασα επάνω ξέπνοος, με την καρδιά στο στόμα. Ήμουν ολομόναχος. Το αεράκι είχε δυναμώσει, φύσαγε χιονιάς παγωμένος. Πηδούσα από βράχο σε βράχο, ψάχνοντας για τη σωστή γωνία.

 

Η δύση δεν φαινόταν ιδιαίτερα φαντασμαγορική. Ο ήλιος ακουμπούσε ήδη στην κορυφογραμμή που θα τον έκρυβε κι εγώ έστηνα τρίποδα και μηχανές, γκρινιάζοντας για την ατυχία μου και την ταλαιπωρία. Πήρα μερικές λήψεις - τηλεφακός, νορμάλ, ευρυγώνιος. Τίποτα. Δύση ρουτίνας. Κρίμα η ορειβασία.

 

Κρύωνα πολύ - δεν είχα ντυθεί για τέτοιο βοριά. Άρχισα να μαζεύω. Πριν φύγω είπα να ρίξω μια ματιά από την άλλη πλευρά του λόφου - μήπως είχε ψηλά κανένα φωτισμένο σύννεφο. Τίποτα κι από εκεί. Μια ενιαία μαυρίλα. Γύρισα στο αρχικό μου στέκι.

 

Ένιωσα έξαφνα τη σιωπή να γίνεται θεόρατη, απόλυτη, απειλητική. Έπεσε ο αέρας, σκέφθηκα, έπαψε να βουίζει. Τέτοια απουσία ήχου δεν είχα νιώσει ούτε στις κορφές των Τζουμέρκων. Η πόλη γύρω είχε σβήσει, σαν να την έπνιξε μαύρο μπαμπάκι. Ασυναίσθητα έκλεισα τα μάτια - κι αφουγκράστηκα.

 

Τότε, ξαφνικά, ακούστηκε η κουκουβάγια. Ένα σκούξιμο μακρινό και μόνο. Και ανοίγοντας τα μάτια, έμεινα έκθαμβος.

 

Απέναντί μου, στο βάθος του ορίζοντα, άρχισε να ξετυλίγεται η πιο θεαματική δύση, η πιο σπάταλη, η πιο πλούσια, η πιο οργιαστική. Αν τη ζωγράφιζε άνθρωπος θα 'ταν κακόγουστη - τόσο έντονη ήταν και χρωματικά ξεδιάντροπη. Αλλά εδώ ο κρυμμένος ήλιος, εκτόξευε δέσμες αποχρώσεων, πυροτεχνήματα τόνων με τέτοια ταχύτητα που δεν πρόφταινα να φωτογραφίζω.

 

Γιατί βέβαια, από την πρώτη στιγμή, χωρίς να σκεφθώ, αυτόματα, είχα πέσει επάνω στη μηχανή και φωτογράφιζα σαν μανιακός. Απομόνωνα τμήματα, αναζητούσα αντιθέσεις, κυνηγούσα τόνους Προσπαθούσα να φυλακίσω, να κρατήσω κάτι, ελάχιστο, από την παράσταση της οποίας ήμουν ο μοναδικός θεατής. Μάταια. Ήξερα, την ώρα κιόλας που πολεμούσα, πως δεν υπήρχε περίπτωση να απαθανατίσω, να διαιωνίσω, να μεταδώσω αυτό που ζούσα. Γιατί κι αν αποτύπωνα ένα χρώμα, μια όψη, μια λεπτομέρεια - πώς θα έδινα το σύνολο; Και τη σιωπή αυτή την απίστευτη - και τη μυρωδιά της γης, πού, πώς;

 

Κι όμως πάλευα. Υστερικά προσπαθούσα να μην πεθάνει η στιγμή. Άλλαζα φακούς, μηχανές, θέσεις, χτυπιόμουνα -γελοίος άνθρωπος που του δόθηκε να δει ένα θαύμα κι αυτός ήθελε να το κάνει εικόνα.

 

Ίσως όμως αυτό θα πει άνθρωπος, σκεπτόμουνα όταν τελικά νίκησε το σκοτάδι, κι έψαχνα το δρόμο μου στα τυφλά, να κατέβω απ' το λόφο.