ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ ΗΤΑΝ ΠΡΑΣΙΝΑ (1983-85)

Εκείνη τη μέρα ξύπνησε ευδιάθετος πριν από το ξυπνητήρι. Βρήκε το κουράγιο να κάνει τις (ελάχιστες) πρωινές ασκήσεις του κι αυτό τον γέμισε αυτοπεποίθηση.

 

Ωραία μέρα - μονολόγησε.

 

Πραγματικά ήταν ωραία μέρα – βοριάς είχε φυσήξει χθες κι είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα. Ο ουρανός του θύμισε την Αθήνα των παιδικών του χρόνων – γαλανός, διάφανος, ελαφρός. Έτσι ελαφρός κατέβηκε κι αυτός το δρόμο. Το λεωφορείο –τι θαύμα! – τον περίμενε στη στάση. Βρήκε και θέση να καθίσει.

 

Ωραία μέρα - ξαναψιθύρισε.

 

Ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος από κίνηση, το λεωφορείο κυλούσε άνετα. Παρατήρησε πως το φανάρι στην πρώτη διασταύρωση ήταν πράσινο. Το ίδιο και το επόμενο.

 

Πιάσαμε το “πράσινο κύμα” – χαμογέλασε.

 

Στο γραφείο, τον κάλεσε ο προϊστάμενος και συζήτησαν για τη δουλειά του. Η συζήτηση κράτησε μια ώρα και για πρώτη φορά ένιωσε πως ο προϊστάμενος ήταν ενήμερος σε όλα.

- Κι εγώ που νόμιζα πως δεν είχε ιδέα! σκέφθηκε.

 

Ανοίχτηκε λοιπόν κι αυτός και είπε τα προβλήματα του, είπε και μερικές προτάσεις δικές του. Ο προϊστάμενος τις άκουσε με προσοχή και τις επαίνεσε. Μία, μάλιστα, τη δέχθηκε – για άμεση εφαρμογή. Όταν βγήκε ένιωθε άλλος άνθρωπος. Κάθισε στο γραφείο του κι έβγαλε τριπλή δουλειά. Για πρώτη φορά χαιρόταν την εργασία του. Έτσι θα 'νιωθαν κι οι παλιοί μαστόροι, αναλογίστηκε. Αυτοί αγαπούσαν τη δουλειά τους!

 

Τα φωτά ήταν πράσινα και στην επιστροφή. Το φαΐ ήταν πετυχημένο και ιδιαίτερα πρόσεξε πόσο νόστιμες ήταν οι σαλάτες και τα φρούτα.

 

-Τον τελευταίο καιρό – μουρμούρισε – χάνανε τη γεύση τους.

 

Ξάπλωσε το μεσημέρι και κοιμήθηκε βαθιά μια ώρα. Όταν ξύπνησε σκέφθηκε: καφεδάκι. Μετά θυμήθηκε τη βανίλια. Η γλύκα του “υποβρύχιου” με την πίκρα του καφέ και την ύστερη στυφάδα του ύπνου ταίριαξαν απόλυτα.

 

Ωραία η ζωή ! ψιθύρισε, θα πάω βόλτα.

 

Έκανε τον περίπατο του στην πλατεία. Συνάντησε γνωστούς, είπαν διάφορα. Κάθισε μετά στο καφενείο κι έπαιξε τρία παιχνίδια τάβλι – είχε ζάρι.

 

Μετά, αφού τσίμπησαν κάτι πρόχειρο στην ταβέρνα, πήγαν η παλιά παρέα – Αργύρης, Πέτρος κι αυτός- και κάθισαν στο λοφάκι πάνω από τα σπίτια. Η πόλη σπίθιζε κάτω, κι αυτοί, όπως σχεδόν κάθε βράδυ, το 'ριξαν στο τραγούδι. Πρίμο ο Αργύρης, τέρτσο, όπου χρειαζόταν, ο Πέτρος – σεγόντο αυτός. Ο Αργύρης έπαιζε και την κιθάρα. Το βράδυ, πριν πέσει στο κρεβάτι, είδε πως είχε ξεχάσει να κόψει το φύλλο του ημερολόγιου.

 

Άντε να δω την παροιμία, είπε.

 

Πίσω το φυλλαράκι έγραφε: "στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα".

 

-Δε βαριέσαι× χασμουρήθηκε νυσταγμένος.

 

Μπροστά το φυλλαράκι έγραφε: 25 Αυγούστου 1954.

 

(Σημ

.Δημοσιεύθηκε στις 25 Αυγούστου 1984).