ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ (1985-87)

Ο ψηλός, αθλητικός ξένος από το διπλανό τραπέζι ήρθε διακριτικά να με ρωτήσει αν μιλούσα τη γλώσσα του. “Τότε”, συνέχισε, “θα είχατε την καλοσύνη να μάθετε, από τον κύριο που σερβίρει, αν κατάλαβε την παραγγελία μου — κι αν ναι, γιατί περιμένω τρία τέταρτα;”.

Η έκφραση “κύριος που σερβίρει” ήταν σίγουρα ευφημισμός. Επρόκειτο μάλλον για δασύτριχη άρκτο μεταμφιεσμένη, με φανελάκι ακαθορίστου χρώματος κι εξίσου λιγδερή ποδιά.

“Τι θέλει δηλαδή !”, ήταν η έντονη αντίδραση της άρκτου. “Δεν φτάνει που σκοτωνόμαστε να τους εξυπηρετήσουμε! θα μας γ... κι αποπάνω;”.

Παρατήρησα πως δεν τους είχε φέρει ούτε τις μπίρες. Και πως, όλες-όλες, ήμασταν τρεις παρέες στο κέντρο.

Αλλά η άρκτος δεν επτοήθη. Συνέχισε με συνέπεια την αντίσταση στον ξένο κατακτητή — αφήνοντας τον να ξεροσταλιάσει άλλο ένα τέταρτο.

Όχι, βέβαια, πως εμείς είχαμε πολύ καλύτερη τύχη. Εδώ η αντίσταση αφορούσε τους “ξύπνιους Αθηναίους”. Κάθε έδεσμα κερδιζότανε με αγώνα και αυτοεξυπηρέτηση. Μέχρι που ένας από μας ξαναπήγε στα ενδότερα κι έτυχε να δει πως έπλεναν τα πιάτα. Γύρισε χλωμός και δεν ξανάβαλε μπουκιά στο στόμα του.

 

Η Ελλάδα αντιστέκεται. Κάθε χωριό κάνει τη δική του περήφανη εξωτερική πολιτική. Απέναντι στους ξένους, στους Έλληνες αστούς, ακόμα και στους αντιχωριανούς. Τα όπλα είναι η αγένεια, η βρωμιά, το αισχρό φαγητό, τα σκουπίδια (βουνά στις άκρες των δρόμων), η σκόνη, η φασαρία —άντε να κοιμηθείς με τα μηχανάκια και τις disco—, οι άθλιες τουαλέτες (αμάν πια, ούτε εκεί δεν μπορούμε να προοδεύσουμε;), τα “καπέλα” ακόμα και στις ομπρέλες της πλαζ (ναι — πεντακόσιες την ημέρα!).

Και στο “ζυθεστιατόριον” της άρκτου πληρώσαμε χιλιάρικο το κεφάλι — χωρίς να φάμε !

Όπλα φοβερά — ικανά να τρέψουν σε φυγή και τους πιο φανατικούς εραστές του ελληνικού τοπίου!

Και το καταφέρνουν! Μόνον οι χαλκέντεροι νεαροί με τα σακίδια αντέχουν την ελληνική μεταχείριση. Οι άλλοι φεύγουν. Δυσφημώντας την Ελλάδα προς κάθε κατεύθυνση.

Και θέλουμε να αναπτύξουμε τουρισμό “υψηλού επιπέδου”!

Όπως και σε πολλά άλλα κι εδώ, ΠΑΜΕ ΠΙΣΩ !

Πριν τριάντα χρόνια τα “Ξενία” είχαν ευγένεια και κέφι. Πριν είκοσι χρόνια υπήρχαν ακόμα μαγαζάτορες που καταβρέχανε τη σκόνη και αστυνομικοί που απαγορεύανε τη φασαρία. Πριν δέκα χρόνια έβρισκες κάτι, έστω συμπαθητικό, να φας (δεν είχαμε ποτέ haute cuisine...) και κάποια καθαρή τουαλέτα.

Τώρα ασυδοσία απόλυτη και χάος. Ποτέ η Ελλάδα δεν ήταν τόσο βρώμικη, τόσο ανοργάνωτη, τόσο αφιλόξενη όσο φέτος — φέτος που έχει υπέρτατη ανάγκη να κάνει μια καλή εντύπωση. Η σύγκριση με τις ανταγωνιστικές γειτονικές χώρες είναι συντριπτική. Οι άνθρωποι εκεί χαμογελούν και δίνουν πριν να πάρουν...). Εμείς βλαστημάμε και παίρνουμε μόνο. (Σύντομα όμως κανείς δεν θα μας δίνει...).

Γιατί ο Έλληνας θεωρεί εξευτελισμό το να εξυπηρετεί κάποιον; Γιατί όλα τα γκαρσόνια στην Ελλάδα κατέχονται από πλέγματα κατωτερότητας — και σου πετάνε το πιάτο μπροστά σου, λες και σε βρίζουνε; Οι άλλοι, οι Ιταλοί π.χ., γιατί σερβίρουνε με το χαμόγελο; (Ακόμα και με το τραγούδι!). Είναι γεννημένοι δούλοι αυτοί — ενώ εμείς θυμόμαστε με κάθε σουβλάκι τον Λεωνίδα;

Και καλά οι ξένοι — ας πούμε πως αυτούς δεν τους θέλουμε. (Χαμένοι θα πάνε ο σοβινισμός και η καχυποψία που διδάσκουν τα τελευταία χρόνια οι ιθύνοντες; Γεμίσαμε κατασκόπους!). Έστω — αντίσταση στον ξένο. Μεταξύ μας, όμως, δεν μπορούμε να συμπεριφερόμαστε σαν άνθρωποι; Τι κλίμα μισανθρωπίας και κακοτροπιάς βασιλεύει στις σχέσεις μας. Μπαίνεις σε μαγαζί και αντικρίζεις ποδήρη μούτρα. Στις δημόσιες υπηρεσίες, εκεί πια κι αν βασιλεύει η Βαρόνη Σταφ! Πας το αυτοκίνητο σου στο συνεργείο — μεγάλη χάρη θα σου κάνουν να το δεχθούν!

Έχω πραγματικά χρόνια να χαρώ ευγενική (όχι δουλοπρεπή !) εξυπηρέτηση σ' αυτή τη χώρα. Έτσι που, κάθε φορά που πάω στο εξωτερικό, ξαφνιάζομαι όταν με καλημερίζουν στα καταστήματα, υποψιάζομαι όταν μου χαμογελάνε οι κοπέλες πίσω από τα γκισέ, νιώθω αμήχανα όταν σημαντικά πρόσωπα ασχολούνται ώρες με κάποιο ασήμαντο πρόβλημα μου. Φυσικά κι εκεί υπάρχουν κακότροποι και ανάγωγοι. Αλλά η ευγένεια, η ευπρέπεια, η καθαριότητα και η οργάνωση είναι ο κανόνας.

Ναι (θα αναφέρει κάποιος το κλασικό επιχείρημα), αλλά η ευγένεια των ξένων είναι ψεύτικη. Εμείς οι Έλληνες είμαστε αυθόρμητοι και ειλικρινείς.

Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Ούτε είναι ο αυθορμητισμός πάντοτε πλεονέκτημα. Εξαρτάται τι έχεις μέσα σου — που (αυθόρμητα) το προβάλλεις προς τα έξω. Προσωπικά, προτιμώ την (έστω) ψεύτικη ευγένεια από την αυθόρμητη γαϊδουριά.

Άλλωστε, μήπως οι Μεσογειακοί γείτονες —και ανταγωνιστές— δεν είναι αυθόρμητοι; Κι όμως, όσο περνάει ο χρόνος, η ζωή τους γίνεται πιο αρμονική — και οι χώρες τους πιο πλούσιες. (Το μέλλον της οικονομίας βρίσκεται στον τριτογενή τομέα — στις υπηρεσίες!). Μόνον εμείς, πεισματικοί, πλεγματικοί, μουτρωμένοι, αντιεξυπηρετικοί, κάνουμε συνέχεια αντίσταση. Στο μέλλον μας.

24.8.1986