Καλοκαίρι, μεσημέρι, λιοπύρι. Ο μικρός επαρχιακός δρόμος όλο στροφές, τρίκυκλα και μαγαζιά. Οι επιγραφές τους προεξέχουν κάθετα, σαν χέρια πού σου γνέφουν να σταματήσεις: “Φρένα ο Κώστας”, “Ταβέρνα ο Γιάννης”, Σελφ-σέρβις ο Νίκος”, “Τηλεοράσεις ο Σταμάτης” .
Θεέ μου τι λαός είναι αυτός - με τ' όνομά του, με το εγώ του στην πρόσοψη. Τίποτα δεν τον πτοεί. Αύριο θα δούμε σίγουρα: “Κομπιούτερς ο Νώντας”. Και βέβαια δεν έχει σημασία τι μάρκα υπολογιστές πουλάει ο Νώντας, ή τι τηλεοράσεις εμπορεύεται ο Σταμάτης. Σημασία έχει ποιος τις πουλάει.
Δόξα και όνειδος της φυλής αυτής, η μανία του εγώ. Όλα ανεβαίνουν – κι όλα κατεβαίνουν – σε προσωπικό επίπεδο. Περιεργάζονται τ' αυτοκίνητό σου και ρωτάνε: “Πόσο το δίνει, τώρα;”. Προσοχή : ΄Οχι πόσο κάνει. ΄Οχι πόσο κοστίζει – αλλά πόσο το δίνει. Ποιος; Αυτός πού το πουλάει. Πρόσωπο - κι ας είναι ανώνυμη εταιρία με εκατό πωλητές.
Υποψιασμένοι, κουμπωμένοι, οχυρωμένοι όλοι - άλλά για τον φίλο, τον πατριώτη, αφελείς. Είδα τον πιο καχύποπτο άνθρωπο του κόσμου να φοράει ρολόι του χιλιάρικου που του το πούλησε πατριώτης για έξι χιλιάδες. 'Άλλους τους ξέρει. είκοσι χρόνια - δεν τους εμπιστεύεται με τίποτα. Τον “πατριώτη” τον πίστεψε στα πέντε λεπτά πού τον γνώρισε.
Αχ μωρέ Έλληνες, παμπόνηροι και χαζοί - δύσπιστοι και ορθάνοιχτοι. Το εγώ έξω - στον ήλιο. Ωραίοι άνθρωποι! “Βουλκανιζατέρ Ο Γιώργος” και ουδέν πρόβλημα. Η τεχνική Γιώργος εγγυάται.
Έτσι δεν θα κάνουμε ποτέ βαριά βιομηχανία. Έ, ας μην κάνουμε! Ας έχουν οι άλλοι τα πολύπλοκα συστήματα - εμείς έχουμε τη ζεστασιά της προσωπικής σχέσης και την εφευρετικότητα της άγνοιας και της απελπισίας μας. “'Όταν είδαν το αυτοκίνητο έξω”, μου έλεγε κάποιος Γερμανός, “δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως κινείται”. Του το είχε φτιάξει κάποιος Γιώργος” στην Ελλάδα. Ένα πανάκριβο, πολύπλοκο σπορ αυτοκίνητο. Ούτε το’χε ξαναδεί ποτέ του Ο Γιώργος. Κι οι Γερμανοί μηχανικοί, ακόμα αναρωτιούνται πώς το έφτιαξε.
Βέβαια, ή τεχνική Γιώργος δεν είναι πάντα αλάνθαστη. Μένεις καμιά φορά. Άλλά, βρε αδερφέ, αν όλα λειτουργούσαν γερμανικά, ή ζωή δεν θα είχε ενδιαφέρον. Εδώ μένεις από Γιώργο και γι' αυτό γνωρίζεις τον Γιάννη. Πίνεις κι ένα ούζο με μεζέ. Κι αν δεν φτάσεις την μέρα που πρέπει – τι είμαστε; Μηχανές;
Απομεσήμερο στην επαρχιακή πόλη. Περπατάω σιγά, συλλαβίζοντας τις επιγραφές. Αναλογίζομαι όλη την ιστορία: τους επώνυμους και ανώνυμους προγόνους, τους ήλιους και τους ανέμους, τους Γιάννηδες του Κωστήδες και τους Γιώργηδες που χρειάστηκαν για να οικοδομηθεί όλη αυτή η εξέλιξη και να φτάσουμε κάποτε τόσο μακριά, τόσο απόμακρα, εδώ, σε αυτή τη σκοτεινή επιγραφή που λέει: “Γραφείο Τελετών, ο Αποστόλης”.
Και λες που θα σε πάρει από το χέρι ο Αποστόλης, να σε περάσει τον Αχέροντα, πως προσωπικά θα σε κατευοδώσει στην τελευταία αποστολή σου.
Έτσι ζούμε κι έτσι τελειώνουμε σε αυτό τον τόπο – με τα μικρά μας ονόματα.