Υπάρχουν πολλοί τρόποι, να επικοινωνείς με τον Θεό. Ένας από αυτούς είναι ο χαρταετός.
Την ώρα που έχει σηκωθεί ψηλά – πολύ ψηλά, σημαδάκι στο άπειρο, έχεις την αίσθηση πως τα τραβήγματα και τα τεντώματα στο σκοινί που κρατάς, είναι σημάδια από το επέκεινα.
Σαν να 'σουνα δεμένος με τον άλλο κόσμο, τον πέρα από εμάς. Με μια λεπτή κλωστή, αόρατη, που σε συνδέει με το άγνωστο. Που σου στέλνει, μηνύματα και θείες νύξεις.
Κι αυτή η λαχτάρα ν' ανέβεις πιο ψηλά! Κάποια στιγμή γίνεται ύβρις. Ξεπερνάς τα όριά σου, ο αετός δεν μπορεί πια να σηκώσει το βάρος της καλούμπας και πέφτει.
Χιλιάδες τα κουφάρια και οι σκελετοί - σε σύρματα, σε δέντρα, σε κεραίες τηλεοράσεως. Τεκμήρια προσπαθειών που σχεδόν ποτέ δεν έχουν αίσιο τέλος.
Πόσοι αετοί επιζούν για να γιορτάσουν άλλη μια Καθαρή Δευτέρα; Σίγουρα, πολλοί είναι θύματα της ατζαμοσύνης των νεότερων (που η παλιά τέχνη: ώρες να στρώσεις τα ζύγια!). Άλλά οι περισσότεροι είναι θύματα της φιλοδοξίας.
Πιο ψηλά – ακόμα πιο ψηλά !
Ανάγκη να βρεθούνε πιο κοντά στο Θεό, πιο μακριά από τον εαυτό τους, πιο ψηλά από τους άλλους;
Η μέθη του Διαστήματος, που παρασύρει και απογειώνει τον χειριστή μαζί με το χαρταετό;
Το τέλος είναι δεδομένο. Ίσως είναι και η πρώτη τραγική εμπειρία για κάθε παιδί. Ο μύθος του Ίκαρου παρασταίνεται χιλιάδες φορές κάθε Καθαρή Δευτέρα. Και το θύμα είναι η πρώτη αγάπη ενός παιδιού, που χάνεται επειδή αποτολμά το αδύνατο. Διδαχή τραγωδίας.
Όμως, εκτός από το τραγικό, υπάρχει και το δραματικό στοιχείο. Όχι μόνο αγώνας με τα ανθρώπινα όρια - αλλά και αγώνας με τους ανθρώπους. Ανταγωνισμός μέχρι θανάτου.
Παιδιά, στολίζαμε με ξυραφάκια τις ουρές των αετών. Για να κόβουμε τις καλούμπες (ή και τις ουρές) των άλλων. Και οι πιο επικίνδυνοι αετοί- επειδή ήταν ιδιαίτερα ευέλικτοι και γρήγοροι- ήταν τα "σμυρνάκια". Ιδεώδη για ξυράφια, αλλά δύσκολα στην κατασκευή και στο πέταγμα.
Τώρα έχουν εξαφανιστεί από τους ουρανούς. Είχαν σχήμα αντίστροφης σταγόνας. Ο σκελετός τους φτιαχνόταν από ένα καλάμι λυγισμένο, με ένα πηχάκι οριζόντιο για κόντρα. Ήταν όμορφα, κομψά, όχι σαν τις σημερινές ιπτάμενες τηγανίτες.
Θυμάμαι ένα σμυρνάκι μαύρο, κατάμαυρο. Στη μαύρη ουρά λάμπανε κι αστράφτανε οι λεπίδες. Δεν μάθαμε ποτέ ποιος το σήκωνε. Ξαφνικά εμφανιζότανε ανάμεσα στους αετούς της γειτονιάς και σκορπούσε όλεθρο. Όμορφο σαν άγγελος θανάτου, κομψό κι αγέρωχο, σειόταν, λυγιζόταν, πλησίαζε. Έκανε μετά την υπολογισμένη βουτιά του - κι άλλος ένας χαρταετός έπεφτε ακυβέρνητος στο κενό. Παιδιά κλαίγανε, μπαμπάδες ψάχνανε για τον ένοχο.
Όμως αυτός άλλαζε στέκι μέσα στα χαμηλά -μονόπατα και δίπατα- σπίτια και ποτέ δεν τον βρήκαμε.
Δεν πειράζει. ΙΙήραμε άλλο ένα δίδαγμα: πόσο οδυνηρό, ανεξήγητο και περίεργα όμορφο είναι το Κακό.