Ο ΜΑΝΟΣ (1985-87)

Πρωτάκουσα το όνομα του σε κάποια παρέα στο Ψυχικό. Δεν ξέρω γιατί, η πρώτη αυτή ανάμνηση έχει συνδεθεί με ένα τραγούδι. Ίσως εκείνη τη μέρα να το έπαιξε η Ντόρα στο πιάνο:

Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη ακρογιαλιά.

Μετά ήρθε ένας κόσμος εντυπώσεις: Μαρσύας, Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, "Έξι λαϊκές ζωγραφιές, Ο ματωμένος γάμος, Το καταραμένο φίδι, ο Κύκλος τον C.N.S., η Ερημιά. Έξι χρόνια σπουδαστής στη Γερμανία είχα μαζί μου από Ελλάδα την (μονότομη τότε) Ανθολογία του Αποστολίδη και ένα δίσκο της Philips. Από τη μια πλευρά οι "Έξι λαϊκές ζωγραφιές", από την άλλη η "Μικρή Αχιβάδα". Όταν ήθελα να δώ Ελλάδα άκουγα τις πρώτες, όταν προσπαθούσα να τη σκεφθώ, τη δεύτερη. (Κάθε χρόνο ζητούσα να μου στείλουν καινούριο δίσκο — ο παλιός είχε σκαφτεί από το παίξιμο).

Ό,τι και αν γινόταν πια, το όραμά του μας είχε σφραγίσει οριστικά. Ήμασταν η γενιά του Χατζιδάκι. (Ο Μίκης ήρθε δώδεκα χρόνια αργότερα - είχε διαμορφωθεί η ευαισθησία μας).

Αυτός μας έκανε, τους καλούς αστούς, να σμίξουμε τους ρεμπέτες. Έφηβος, για χάρη του “διακινδύνευσα” επίσκεψη στου “Τζίμη του Χοντρού”. (Του χρωστάω μια υπέροχη ανάμνηση, ένα μεθύσι από κρασί, Τσιτσάνη και Μαρίκα Νίνου). Η επίδραση του επέφερε μια παράξενη Ουαϊλδική αντιστροφή (“η ζωή μιμείται την τέχνη”), Η ευαισθησία μας ακονίστηκε στο παράγωγο για να αφομοιώσει το πρωτότυπο. Και τόσο δυνατό ήταν το παράγωγο (αυτοδύναμη τέχνη — όχι μίμηση !) που δεν είμαι σίγουρος αν ποτέ προσεγγίσαμε πραγματικά τον Τσιτσάνη, αν δεν τον ζήσαμε σαν μια δημιουργία του Μάνου.

Για πολλούς από μας, ένας ολόκληρος κόσμος ξεκινούσε και τέλειωνε στη μουσική του. Οι στίχοι του Γκάτσου, οι χορογραφίες της Ραλλούς Μάνου, τα σκηνικά του Μόραλη, του Γκίκα, του Τσαρούχη, ο χορός του Εμιρζά, το τραγούδι του Μούτσιου… Όταν περπατούσα σε φτωχογειτονιές της Αθήνας (πριν τριάντα τόσα χρόνια, η μισή Αθήνα ήταν φτωχογειτονιά) κι έβλεπα κορίτσια με μακριές φούστες κι αγόρια με άσπρα πουκάμισα (“το δειλινό την Κυριακή”) έλεγα πως τώρα θα ακουστούν οι πρώτες δειλές νότες από τις Έξι, λαϊκές ζωγραφιές — κι όλοι μαζί θ' αρχίσουν να χορεύουν ένα σεμνό χασάπικο.

Πέρασαν χρόνια. Παραμύθι χωρίς όνομα, Εκκλησιάζουσες, Πασχαλιές, Λυσιστράτη (τον “Μύθο” τον τραγουδήσαμε με το πρώτο άκουσμα, βγαίνοντας από το Ηρώδειο, χρόνια πριν να γίνει επιτυχία), Όρνιθες, Οδός Ονείρων (τα γράφω όπως τα θυμάμαι, δεν κάνω δισκογραφία — τη δική μου ψυχή ανασκάπτω), Παιδιά του Πειραιά — ο Μάνος διάσημος διεθνώς. (Γκραν Σουξέ — που θά 'λεγε ο άλλος μου, μεταγενέστερος, ψυχαγωγός). Τα βράδια στο “Συμπόσιο”, Γιαννακοπούλου και Μούτσιος τραγουδάνε τον δικό μας Μάνο.

Δεν έτυχε να ανταμώσουμε ποτέ — μόνο, αργότερα, μια τυπική, “επαγγελματική” επαφή στην ΕΡΤ. (Αναλογίζομαι τι με εμπόδισε να πλησιάσω τα είδωλά μου — μια ζωή λυπάμαι που δεν μίλησα με τον Σεφέρη. Δικαιολογίες έχω πολλές — η αλήθεια;). Ξέρω πως ένας δίσκος μου ήταν καιρό στα χέρια του. (1960, τα τραγούδια του Kurt Weill με την Lotte Lenya). Μου έχει μείνει το εξώφυλλο.

Μετά βιοπορισμός, “ωριμότητα”, ξηρασία. Όταν ήθελα να θυμηθώ την παλαιά, νεανική ψυχή μου, άκουγα την Ερημιά η τη Μικρή Αχιβάδα. (Κρίμα που δεν προχώρησε και σ' αυτόν το δεύτερο δρόμο. Μόνο στη Ρυθμολογία). Ύστερα κενό — κάτι τραγούδια σκόρπια. Κι έλεγα πως ο Μάνος έμεινε πίσω, εκεί, στα νιάτα μας.

Αλλά να ξαφνικά Ο Μεγάλος Ερωτικός, έργο ωριμότητας που συγκλόνισε. Και μετά το θαύμα του “Τρίτου”. Ένας Χρυσός Αιώνας για το νεοελληνικό πνεύμα. Κράτησε λίγο, όπως ταιριάζει στα θαύματα. Ευτυχώς. Γιατί κινδύνεψε να τυποποιηθεί. Ίσως ο Μέγας Αναρχικός το ένιωσε και το ανατίναξε εγκαίρως. (Και πραγματικά, δεν καταλαβαίνω πως μπορούν οι διάδοχοι του να χρησιμοποιούν το ίδιο σήμα για το σημερινό πιλάφι τους).

Τα χρόνια εκείνα αναδύθηκε και το άλλο πρόσωπο του Μάνου Χατζιδάκι. Ο σχολιαστής, ο σαρκαστής, ο εύστροφος συνομιλητής, ο πρωταθλητής των συνεντεύξεων και των αφορισμών. Είρων, επιθετικός (σωστά!) αλλά ενίοτε εριστικός, ως μη ώφειλεν. (Τι ανάγκη έχει ένας Δημιουργός να τσακώνεται στο πεζοδρόμιο!).

Με το άλλο αυτό πρόσωπο ξεκίνησε το τελευταίο του εγχείρημα, τη μόνη αμφιλεγόμενη επίδοση του. Το περιοδικό του δεν ήταν αυτό που περιμέναμε. Όταν το έγραψα αυτό, σε σχόλιο, ενοχλήθηκε. Ίσως δικαιολογημένα, γιατί σε έναν τόπο όπου κανείς δεν αναγνωρίζει τίποτα, κάθε κριτική εκλαμβάνεται ως απόρριψη. Εγώ όμως έχω τη συνείδηση μου ήσυχη. Γιατί τον έχω πλούσια επαινέσει, όταν πίστεψα πως έτσι έπρεπε. Και την Εποχή της Μελισσάνθης την έζησα όσο λίγοι.

Κι όταν με ρώτησαν (αιώνια νεοελληνική απορία!): “Μα τι έχεις με τον Χατζιδάκι;”, αυθόρμητα απάντησα: “Μια ζωή συμβίωση ήχων και ονείρων...”.

Σίγουρα εκείνος το αγνοεί. Τι γνωρίζει ο πομπός για τους δέκτες του — όταν είναι χιλιάδες; Κι επειδή στην Ελλάδα συνηθίζουμε τα οφειλόμενα να τα λέμε μόνο στις νεκρολογίες, σκέφθηκα να τα γράψω όσο είναι ακόμα (τόσο) ζωντανός.

13.4.1986