Δεν είναι, σοβαρά πράγματα αυτά, μου παράγγειλε αναγνώστης. Κι, άλλος μου έγραψε πως δεν μπορώ να κοροϊδεύω τους πάντες.
Παραδέχομαι, πράγματι, πως (ενίοτε) δεν είναι σοβαρά αυτά που γράφω. Μήπως όμως είναι σοβαρά αυτά που γίνονται; Παραδέχομαι ότι είναι ανάγωγο να κοροϊδεύω τη μισή κυβέρνηση. Αλλά τι να κάνω όταν όλη η κυβέρνηση μας δουλεύει;
Ο σχολιογράφος είναι ο καθρέφτης της πραγματικότητας. Μην τα βάζετε με τον καθρέφτη, επειδή δεν σας αρέσει αυτό που βλέπετε μέσα του. Δείχνει ό,τι υπάρχει!
Αγαπητοί φίλοι, θα προτιμούσα να γράφω θετικά, σοβαρά και ενθουσιώδη κείμενα. Με την κατάσταση όπως έχει σήμερα, είναι κομμάτι δύσκολο. Καταλαβαίνω όμως πως η γκρίνια —έστω και δικαιολογημένη— κουράζει. (Ούτε εγώ την αντέχω !).
Μια λύση μόνον υπάρχει: Πάμε διακοπές!
Οι διακοπές δεν λύνουν κανένα πρόβλημα — αλλά ξεκουράζουν (καμιά φορά) την ψυχή. Φεύγουμε!
Ακρογιαλιές; Βουνοπλαγιές; Εγώ σκέπτομαι, αυτή τη φορά, να βουτήξω σε μια θάλασσα από σελίδες, να σκαρφαλώσω σε βουνά από βιβλία. Τα φύλλα που θα θροΐζουν γύρω μου δεν θα είναι δέντρων.
Αυτό νοστάλγησα. Περιπλάνηση στο δάσος των (άλλων) λέξεων.
Επιστροφή στις ρίζες μου: πώς άλλοι πάνε στο χωριό τους; Κι εγώ γυρίζω στο χώρο που τον νιώθω σπίτι μου. Στην καθημερινή ύπαρξη μου, τον αγγίζω, τον ψηλαφώ βιαστικά, αλλά δεν τον χορταίνω. (Και τι χορταίνει κανείς; Τη φύση; Τον έρωτα; Το ταξίδι; Δέκα διακοπές να είχε ο χρόνος, διακόσια χρόνια η ζωή — πάλι λίγα!).
Αργό διάβασμα, περισυλλογή, εμβάθυνση. Να μελετήσω στοχαστικά (με πολλές σημειώσεις στα περιθώρια), να αναλογιστώ σταματώντας μισή ώρα σε μια παράγραφο, να διαφωνήσω, να συγκινηθώ, να ενθουσιαστώ, να πέσω στα κενά ενδοσκόπησης. Κι αν τύχει, αν προκύψει, να γράψω. Όχι, σχόλια. ίσως ποιήματα.
Δύσκολα συνδυάζονται αυτές οι δραστηριότητες με ύπαιθρο, με πουλάκια που σφυρίζουν και παιδάκια που τσιρίζουν. Εκεί, ήδη ένα αστυνομικό μυθιστόρημα εξαντλεί τα όρια της αυτοσυγκέντρωσης. Η Αθήνα τον Αύγουστο είναι άδεια, ήσυχη, ναρκωμένη. Ένα δροσερό υπόγειο (ο τελειότερος κλιματισμός!) χτισμένο με τόμους — να η δική μου εξοχή. Και τα βράδια, όταν δροσίζει, βόλτα. Ποιος ξέρει; ίσως, πίσω από τη φονική τσιμεντούπολη, να αναδυθεί —με το φεγγάρι του Αυγούστου— η μικρή επαρχιακή Αθήνα των παιδικών μου χρόνων.
Θα βγω από το δημόσιο χρόνο, θα καταδυθώ στον ιδιωτικό. Διακοπές από εφήμερα έντυπα, από αλληλογραφία, από τηλέφωνο, από τηλεόραση. Διακοπές από τη μικροπολιτική και τη μακροοικονομία. Εξαγνισμός, κάθαρση της ψυχής από τους ρύπους και τα παράσιτα της καθημερινότητας.
Γιατί, από καιρό σε καιρό, “πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε”, όπως λέει ο ποιητής, “πρέπει να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά”, “...εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, πιασμένοι στα. πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη...”.
Η λάθος ζωή. Το παλαιό άγχος του Σεφέρη (και όλων μας). Μήπως αυτό είναι το νόημα μιας Διακοπής; Να σταματήσεις, να συλλογιστείς, να κοιτάξεις απ' έξω, να καταλάβεις. Τι πλάθει από σένα αυτός ο κόσμος, προς τα που προχωράς.
Κάθε μέρα η εφημερίδα έχει, σε μικρά πλαίσια, ονόματα και ηλικίες (πώς πλήθυναν τελευταία!). Από αυτούς, πόσοι έζησαν τη δική τους ζωή; Πόσοι, έστω, ήξεραν ποια ήταν η δική τους ζωή — κι ας μην τη ζήσανε;
Βλέπω με τρόμο πως οι πιο πολλοί δεν ζούνε μόνο στη δουλειά τους μια ξένη ζωή —που άλλοι σχεδίασαν και όρισαν γι' αυτούς— αλλά τη συνεχίζουν και στις διακοπές. Τυποποιημένη ξεκούραση και ψυχαγωγία. Όλοι στον ήλιο, μαύρισμα σαν στρατιωτάκια στις πλαζ, τεχνητά “φυσική” ζωή — με αντηλιακό.
Αντί στις διακοπές να εκδηλώνεται η προσωπικότητα, η ατομικότητα, η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων — πάλι πειθαρχία. Από την ομοιομορφία της εργασίας, στην ομοιομορφία της διασκέδασης. Από τον ένα ρόλο στον άλλο. Η βιομηχανία του “ελεύθερου” χρόνου φέρνει τη χειρότερη αλλοτρίωση.
Έστω. Εγώ κουράστηκα να παίζω το ρόλο του καθρέφτη. (Και τα είδωλα πληγώνουν!). Κατεβαίνω στο υπόγειο, στον εαυτό μου. Ήλιος δεν θα με δει. Είπα να πάρω έναν άλλο δρόμο.
2.8.1987