Ο άνθρωπος που βγήκε μαζί μου από την πόρτα του επαρχιακού ξενοδοχείου δεν μου είχε προκαλέσει την προσοχή — μέχρι που τον είδα να κατευθύνεται προς ένα καινούριο, πανάκριβο αυτοκίνητο, από αυτά που δεν εισάγονται πια στην Ελλάδα.
Από περιέργεια περίμενα να δω τον αριθμό του — ήταν ελληνικός.
Το βράδυ το αυτοκίνητο ήταν πάλι παρκαρισμένο μπροστά στην είσοδο. “Του κ. Χ”, μου είπε ο θυρωρός. “Ομογενής;”, ρώτησα. “Όχι, εδώ, αγρότης”.
Αργότερα γνώρισα και τον ίδιο τον κ. Χ. Έπαιζε χαρτιά σε κάποια αίθουσα του ξενοδοχείου — και μας σύστησε κοινός γνωστός. Με κάλεσε να καθίσω να παίξω. Αρνήθηκα ευγενικά, γιατί είχα ήδη αντιληφθεί πως τα ποσά που κυκλοφορούσαν στο τραπέζι ήταν μυθικά για τις δυνατότητες μου.
Ο κ. Χ. δεν ήταν ο πρώτος πάμπλουτος αγρότης που γνώρισα — ήταν όμως ένα τυπικότατο δείγμα αυτής της τάξης ανθρώπων που αποκαλώ νεοέλληνες σεΐχηδες. Όπως και οι άραβες ομόλογοι τους, οι άνθρωποι αυτοί έχουν ανακαλύψει μια αστείρευτη πηγή πλούτου. Δεν είναι βέβαια πετρέλαιο, ούτε καν γη. Είναι το Ελληνικό Δημόσιο.
Ο κ. Χ. έχει μεγάλες εκτάσεις με ροδάκινα. Δεν κάνει καμία προσπάθεια να τα συλλέξει — τα αφήνει να σαπίζουν και να πέφτουν. “Παίρνω τα ίδια”, μου εξήγησε, “είτε τα μαζέψω είτε όχι”. Οι χωματερές, η ΕΟΚ και το Κράτος ας είναι καλά. Το ότι βέβαια χάνουμε συνάλλαγμα από τη μη εξαγωγή τους, αυτό δεν ενδιαφέρει τον κ. Χ.
Ο κ. Χ. επιδοτείται για κάθε στρέμμα που καλλιεργεί (είτε το καλλιεργεί—είτε απλώς το δηλώνει). Παίρνει χαμηλότοκα δάνεια (οι κακές γλώσσες λένε πως τα τοκίζει με υψηλά τόκο και καρπώνεται τη διαφορά). Παίρνει αποζημιώσεις για κάθε καταστροφή που θα υποστεί (που κι αν αφορά κάτι, είναι προϊόν άχρηστο για το κοινωνικό σύνολο, αφού θα σάπιζε στο δέντρο!).
Και βέβαια δεν πληρώνει ίχνος φόρου. Έχει (όπως όλοι) εικονικά μοιράσει τα υπάρχοντα του, έτσι ώστε κανένας κάτοχος να μη δηλώνει πάνω από τρία εκατομμύρια (το αφορολόγητο όριο των αγροτών). Πέραν του ότι κι όταν πουλάει δεν χρησιμοποιεί τα ενοχλητικά εκείνα χαρτιά που λέγονται τιμολόγια...
Όταν βρίσκομαι απέναντι σε ανθρώπους σαν τον κ. Χ., αισθάνομαι εντελώς ηλίθιος. Μια ζωή εργάστηκα σκληρά — χωρίς καμία υποστήριξη ούτε εξασφάλιση. Δεν πήρα ποτέ δάνειο. Πλήρωνα πάντα υψηλότατους φόρους — και δεν μπορούσα να κρύψω δραχμή. Κανείς δεν με αποζημίωσε για τις καταστροφές που έπαθα. (Σύμφωνοι, δεν ήταν θεομηνίες, ήταν όμως κι αυτές τυχαίες και ανεξάρτητες από τη θέληση μου). Κανείς δεν μου έδωσε χρήματα για να κάθομαι να παίζω χαρτιά και να αφήνω τους καρπούς μου να σαπίζουν στα δέντρα.
Ξέρω πως οι αγρότες εξακολουθούν να είναι η πολυπληθέστερη εκλογική πελατεία και καμία πολιτική παράταξη δεν θέλει να τους δυσαρεστήσει. Ξέρω ακόμα πως υπάρχουν πολλοί φτωχοί αγρότες. Ξέρω πως οι “σεΐχηδες” είναι η μειοψηφία (πάντα οι προνομιούχοι είναι μειονότητες). Αλλά δεν είναι λίγοι. Και κάθε φορά που βγαίνω από την Αθήνα ακούω και βλέπω πράγματα που αγγίζουν τα όρια του σκανδάλου.
Ούτε καταλαβαίνω π.χ. γιατί πρέπει εγώ —που αν έφτανα τα τρία εκατομμύρια εισόδημα, θα πλήρωνα ένα εξακόσια φόρο— να επιβαρύνομαι και τον ΟΓΑ για τη σύνταξη του κ. Χ., ο οποίος ούτε στα τρία ούτε στα δεκατρία εκατομμύρια επιβαρύνεται με τίποτα!
Για να μη μιλήσω για την αγροτική σπατάλη — που πάλι επιβαρύνει το σύνολο. Έχουμε τα περισσότερα τρακτέρ και αγροτικά μηχανήματα στον κόσμο —αναλογικά— και, πάλι αναλογικά, τη μικρότερη απόδοση. Πολλά από τα αφορολόγητα αγροτικά αυτοκίνητα δεν βλέπουν ποτέ τα χωράφια. Εγώ, όμως, για να μετακινούμαι, πλήρωσα 150% ακριβότερα το Ι.Χ. μου. Και το κακό όσο πάει χειροτερεύει. Γιατί, τελευταία, αντί να καταργηθεί το αφορολόγητο όριο των αγροτών αυξήθηκε!
Σε καιρούς λιτότητας, όταν το κράτος μας σφίγγει το ζωνάρι, μας βάζει το χέρι στην τσέπη, μας ζητάει έκτακτες εισφορές και θυσίες — κάτι δεν θα πρέπει να προσφέρουν και οι αγρότες; Έστω το αφορολόγητο όριο τους! Διότι ένας αγρότης με 3 εκατομμύρια είναι πιο πλούσιος από έναν αστό με το ίδιο ποσό ! (Η ζωή στην επαρχία είναι φθηνότερη).
Αισθάνομαι πολλαπλή αγανάκτηση όταν ο κ. Χ. χάνει κάθε βράδυ στο πόκερ όσα κερδίζει ένας γιατρός επιμελητής νοσοκομείου (με μισθό ΕΣΥ) σε έξι μήνες!
Και αισθάνομαι αφόρητα κορόιδο, όταν μαθαίνω πόση “χαρτούρα” πέφτει κάθε νύχτα (ενώ κοιμάμαι) στα “σκυλάδικα” των πόλεων που επισκέπτομαι. Τελικά σ' αυτή τη χώρα μπορεί να μην είμαστε ιδιαίτερα παραγωγικοί — ένα όμως παράγουμε σίγουρα: όλο και νέους προνομιούχους.
Τελευταίο προϊόν: οι σεΐχηδες των αγρών.
27.10.1985