ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΟΙ (1983-85)

Όταν πεθάνει ένας χρονογράφος ποιος τον σκέπτεται; Αν τύχει και φύγει λίγες μέρες μετά το τελευταίο του χρονογράφημα, θα τον συνοδέψουν (νοερά) στον τάφο οι αναγνώστες. Αλλιώς, αν πέρασαν χρόνια από τότε που έγραφε, ο θάνατος του δεν θα είναι καν επίκαιρος. Ούτε ένα μονόστηλο δεν θα αξιωθεί να λάβει.

 

Ίσως οι διορθωτές που πάλευαν να βγάλουν τα γράμματά του, θα τον ανακαλέσουν για λίγο, ίσως μερικοί παλιοί αναγνώστες να μνημονεύσουν κανένα κείμενο που τους είχε κάνει κάποτε εντύπωση. Οι δημοσιογράφοι λίγα θα βρούνε να πουν. Τους χρονογράφους δεν τους πολυχωνεύουν. Τους θεωρούν σαν "συντάκτες πολυτελείας" λίγο κείμενο, πολλή υπογραφή.

 

Ήταν ένας περιθωριακός. Όχι όπως φαντάζεστε. Ακριβώς το αντίθετο. Στη φτωχή μεταπολεμική Αθήνα είχε κομίσει το ύφος της Όξφόρδης. Κάτι από τον αισθητισμό του "Οσκαρ Ουάιλντ και των Προραφαηλιτών, τυλιγμένο στην περιβολή του Βρετανού τζέντλεμαν. Τα αγγλικά του ήταν εξίσου άψογα με το blazer του. Μια σχεδόν εξωτική παρουσία στην Αθήνα του πενήντα.

 

Η πόλη, όπως ήταν, δεν του έκανε. Λοιπόν τη μυθοποίησε. Δημιούργησε μιαν άλλη Αθήνα, στα μέτρα του πρόσφυγα εαυτού του. Μετώκησε -ψυχικά και κυριολεκτικά- στο Κεντρικό Τετράγωνο. Που είναι ακόμη κεντρικό αλλά που ποτέ δεν ήταν τετράγωνο. Το εποικίζει με ανθρώπους φανταστικούς και πραγματικούς- μόνο που οι δεύτεροι ήταν σατιρικές καρικατούρες. Και γράφει κείμενα ανθηρά και αυστηρά. Κομψογραφήματα. Ίσως, ο τελευταίος από τους στυλίστες.

 

Υπογράφει: ΙNDEX. Ο δείκτης, που δείχνει πολλά - αλλά κρύβει περισσότερα. Πίσω από το δάχτυλο του ένας κόσμος που δεν θέλει να τον δει. Μπροστά στο δάχτυλο: οι Ευφυείς, οι Ωραίοι, οι Εύποροι, οι Επαΐοντες, οι Δημιουργοί. Και μερικές αναπόφευκτες κακοφωνίες: η “Αθηνίτσα” του διεκδικεί θέση στο Πάνθεον των χρονογραφικών χαρακτήρων.

 

Ο τίτλος του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε (κι αυτό στα αγγλικά!) εκφράζει όλο του τον ορίζοντα: "Οι καλοί και οι ωραίοι". Που ήταν όλοι, βέβαια, αρχαίοι Έλληνες: η Φρύνη, ο Αριστοτέλης, ο Δημήτριος, ο Υπερείδης. Ένα βιβλίο φυγής, αλλά και ομορφιάς - κάπου στο ύφος του Walter Pater.

 

Το πραγματικό του όνομα: Βασίλης Καζαντζής. Πέθανε προχθές στην Αθήνα, ύστερα από μακριά βασανιστική αρρώστια. Τη δέχθηκε σαν Στωικός και την πολέμησε σαν Επικούρειος. Ούτε στιγμή δεν ακολούθησε τις απαγορεύσεις των γιατρών. Παράλυτο, με πούρο, ουίσκι και βιβλία, τον είδα την τελευταία φορά.

 

Τι μένει από έναν χρονογράφο σαν πεθαίνει; Ίσως μόνο ένα χρονογράφημα, που γράφει ένας άλλος, που κι αυτός έτσι θα ξεχαστεί. Ίσως κάτι περισσότερο: η ένταση ζωής που χάρισε στους αναγνώστες του. Ο πλούτος και η ευφορία που δώρισε -έστω και για στιγμές- σ' αυτούς που τον διάβαζαν. Αυτή η αίσθηση πρόσθετου βίου: μια αύρα γύρω από το όνομα, μία άλως πίσω από τις λέξεις.

 

Ο Αριστοτέλης (αλλά και ο Ροΐδης) έχουν γράψει για τα Εφήμερα, τα έντομα που ζουν μόνο μία μέρα: "...ζη και πέτεται μέχρι δείλης..." το εφήμερο πλάσμα. Έτσι και τα κείμενά μας, μιας ημέρας ζωή. Από σκόρπιες μέρες η ιστορία των χρονογράφων, λησμονημένες ψηφίδες.

 

Θα βρεθεί κάποιος να περισυλλέξει τις ψηφίδες του Βασίλη Καζαντζή; Εδώ μένουν ακόμη αθησαύριστοι ο μεγάλος Νιρβάνας, ο Μελάς, ο Παλαιολόγος...

 

Εφήμερα κείμενα, για εφήμερους ανθρώπους. Η αιωνιότητα είναι άλλων το χωράφι.