Εκεί, στην άκρη του δρόμου, κάτι εργάτες σκάβανε.
“Τι σκάβετε παιδιά;” τους ρώτησα. Η απάντηση ήταν τόσο σαφής - όσο και πλήρης:
-“Ε! σκάβουμε...”
Οι Έλληνες σκάβουν. Σκάβουν και θάβουν. Σκάβουν και ξεθάβουν. Τελικά δεν έχει σημασία γιατί σκάβουν - το σκάψιμο είναι αυτοσκοπός. Σωστά απάντησαν οι εργάτες.
Κάποια ιδιαίτερη σχέση έχει ο Έλληνας με το υπέδαφος του - και γι' αυτό δεν το αφήνει ήσυχο. Είναι οι πρόγονοι που κοιμούνται εκεί - αυτοί οι πρόγονοι που είναι το αγλάισμα και το άγχος μας; Είναι η γης που την πατούμε κι όλοι μέσα θε να μπούμε, του δημοτικού τραγουδιού;
Εν πάση περιπτώσει, σκάβουμε. Ανοίγουμε λάκκους, χαντάκια, τρύπες, πηγάδια, υπονόμους, ορύγματα, τάφρους. Και μόλις τους ξανακλείσουμε (μερικοί δεν κλείνουν ποτέ -ξέρω λάκκους με αρχαιολογική ηλικία) άλλοι τους ξανανοίγουν. Οι δρόμοι όλης της Ελλάδας, είναι γεμάτοι από τις πληγές και τις ουλές της σκαπτικής μας μανίας. Δεν υπάρχει ούτε ένα χιλιόμετρο ασφάλτου στη χώρα, που να μην έχει λακκούβα, σαμαράκι (τέως τρύπα) η χαντάκι.
Και απορώ: οι ξένοι δεν σκάβουν; Πότε το κάνουν αυτό; Μόνο τα μεσάνυχτα; Και γιατί δεν αφήνουν ουλές; Οι δρόμοι τους, γυαλί σκέτο.
Εμείς πάντως κι εδώ πρωτοτυπούμε: οι μισοί Έλληνες σκάβουν για να ενοχλούν τους άλλους μισούς. Μερικοί σκάβουν και για να φυτέψουν τη γη - είναι οι εξαιρέσεις. Το σκάψιμο δεν είναι πια αγροτική τέχνη, έγινε σαφώς αστική. Στον έναν που σκάβει τα χωράφια, δέκα σκάβουν στην πόλη.
Κι επειδή είμαστε στον αιώνα των μηχανών, τις καλέσαμε σε βοήθεια. Μπουλντόζες, γκρέιντερ, εκσκαφείς, αερόσφυρες, γεωτρύπανα κάνουν το σκάψιμο πιο αποδοτικό και πιο ένδοξα θορυβώδες. Τι είναι οι σεμνοί χτύποι του μοναχικού σκαφτιά μπροστά στον πανκραδασμό ενός κομπρεσέρ - που έχει γίνει το αγαπημένο μουσικό όργανο των Ελλήνων.
(Παρένθεση: οι κουτόφραγκοι έβγαλαν κομπρεσέρ αθόρυβα. Τα οποία υποχρεωτικά τώρα χρησιμοποιούν εκεί, όσοι δουλεύουν σε πόλεις. Σίγουρα δεν θα 'ρθουν ποτέ σε μας. Σκέπτεστε Έλληνα, μαέστρο του κομπρεσέρ, να μην το ακούει; Κάραγιαν χωρίς ορχήστρα; θα πάθει κατάθλιψη!).
Λοιπόν όλοι σκάβουμε, χειρωνακτικά και μηχανικά. Κι ανοίγουμε το λάκκο του άλλου. Μεταφορικά και πραγματικά. Σκέπτεστε πόσα από τα άφθονα τροχαία μας προέρχονται από το σκάψιμο; (Εκεί το σκάψιμο οδηγεί σίγουρα στο θάψιμο).
Το μόνο σκάψιμο που δεν κάνουμε πια, είναι το αρχαιολογικό. Πολύ μας ζάλισαν οι πρόγονοι -εδώ αντί να σκάψουμε, θάβουμε. Θάβουμε τα ερείπια της Ιεράς Οδού. Θάβουμε τα αρχαία γράμματα στο σχολείο, θάβουμε τους τόνους, τα πνεύματα και το πνεύμα.
Σκάβω, σκάβεις, σκάβει - το εθνικό ρήμα. Τσάπα και φτυάρι τα εθνικά σύμβολα (άντε και το κομπρεσέρ). Πόσο πιο ζωντανά π.χ. από το σφυροδρέπανο. Ποιος καρφώνει πια και ποιος θερίζει; Όλοι σκάβουν. Κι ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός υπερηφανεύεται: Η χώρα είναι ένα απέραντο εργοτάξιο. Που σημαίνει: η χώρα είναι ένα μόνιμο γιαπί.
Και το μόνο σκάψιμο που δεν κάνουμε, είναι αυτό που είπε ο (από καιρό θαμμένος) αρχαίος πρόγονος: "Ένδον σκάπτε!".