Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΣ (1985-87)

Γράφτηκε σε σοβαρή στήλη έγκυρης (στα πνευματικά) εφημερίδας μας:

“Καλογραμμένο βιβλίο, διαβάζεται ευχάριστα — πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι λογοτεχνία”.

Περίμενα μερικές εβδομάδες τις αντιδράσεις — δεν φάνηκαν. Μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε πως η θέση του καθ' όλα εγκύρου εντύπου είναι σήμερα κρατούσα άποψη. Λογοτεχνία (και κατ' επέκτασιν τέχνη) είναι το δυσάρεστο, το δυσανάγνωστο, το δύσκολο.

Κρύψου λοιπόν παραμυθά "Όμηρε, απολαυστικέ Βοκκάκιε, διασκεδαστή Σαίξπηρ, λαϊκέ Θερβάντες, κωμικέ Μολιέρο, συγκινητικέ Ντίκενς, καυστικέ Σουίφτ, διαυγέστατε Βολταίρο, συναρπαστικέ Ντοστογιέφσκι, σαφέστατε Φλωμπέρ. Δεν γράψατε λογοτεχνία — δεν είσαστε καλλιτέχνες, αφού “διαβάζεστε ευχάριστα!”.

Κατ' αναλογίαν ούτε ο Μότσαρτ κι ο Μπετόβεν είναι σημαντικοί συνθέτες (καθότι “ακούγονται ευχάριστα”), ούτε βέβαια οι μεγάλοι κλασικοί ζωγράφοι είναι πραγματικοί καλλιτέχνες (αλίμονο! Όλοι τους “βλέπονται ευχάριστα!”).

Ως εδώ χαμογελάμε. Αλλά το σύμπτωμα είναι σοβαρό και η αρρώστια επικίνδυνη — η αρρώστια που διώχνει το κοινό.

Μέχρι τα 1800 η τέχνη ήταν άμεσα ταγμένη στην υπηρεσία της κοινωνίας. Δεν υπήρχε “τέχνη για την τέχνη”, “τέχνη για τον καλλιτέχνη” ή “τέχνη για τους ειδικούς”. Ο καλλιτέχνης εργαζόταν για κάποιον, την εκκλησία, τους άρχοντες, τους αστούς, την κοινότητα, το δήμο, το κοινό, τον Μαικήνα — και ήταν άμεσα συνδεδεμένος μαζί του. Αν το προϊόν της δουλείας του δεν ήταν κατανοητό ή αρεστό, δεν έπαιρνε άλλη παραγγελία.

Η εξάρτηση αυτή ήταν βέβαια δουλεία (ξέρουμε τι τραβούσε ο Χάιντν με τους Εστερχάτζι ή ο Ρέμπραντ με τους δημοτικούς συμβούλους!), αλλά ήταν και δεσμός με την πραγματικότητα. Η επικοινωνία με το κοινό δεν ήταν παρεπόμενο του έργου — ήταν η conditio sine qua non, η απαραίτητη προϋπόθεση του.

Η απελευθέρωση του καλλιτέχνη από την πατρωνία πλάτυνε τους ορίζοντες του — αλλά του έδωσε και τη δυνατότητα να απομονωθεί στον “ελεφάντινο πύργο” του. Το θετικό σ' αυτή την εξέλιξη ήταν ότι επέτρεψε το πείραμα και την αναζήτηση — και πλούτισε την ανθρωπότητα με έργα τολμηρά κι αξιόλογα. Το αρνητικό: ότι δυσχεραίνει, την επικοινωνία με το κοινό. Η κακή πλευρά του πειραματισμού είναι η δυσκολία. (Η οποία όμως ποτέ δεν αποτελεί προσόν — ή στόχο. Κάθε έργο τέχνης —και το πιο τολμηρό— τείνει στη διαύγεια. Που επιτυγχάνεται στο αριστούργημα).

Αλλά πέρα από θετική, η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη. Στη σημερινή κοινωνία μόνον η ελεύθερη δημιουργία ευδοκιμεί. Απόδειξη: οι καταστρεπτικές επιπτώσεις της Ζντανοφικής θεωρίας για υποχρεωτικά “στρατευμένη τέχνη”.

Ελεύθερη τέχνη όμως σημαίνει ελεύθερη αξιολόγηση. Αξιώματα του τύπου “μόνο το δύσκολο είναι τέχνη” είναι εξίσου φασιστικά με την άποψη πως “η τέχνη οφείλει πάντα να είναι προσιτή” (η “χρήσιμη” κλπ.). Η τέχνη οφείλει να είναι τέχνη. Ως (καλή) τέχνη τελικά θα είναι και ωφέλιμη, και χρήσιμη — και ευχάριστη.

Η καλή τέχνη μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο δύσβατη. (Και παραμένει το ερώτημα: Για ποιόν;). Ευχάριστη όμως θα είναι, πάντα. Σε διαφορετικό επίπεδο. Ο μόνος λόγος που προσεγγίζει κανείς ένα έργο τέχνης, είναι επειδή του χαρίζει ψυχική απόλαυση. (Έστω κι αν αυτή είναι “έλεος και φόβος”). Ίσως να υπάρχουν μερικοί που βλέπουν την τέχνη σαν αγγαρεία και ασχολούνται με αυτήν από καθήκον. Αλλά αυτό είναι δικό τους πρόβλημα...

Το ότι ο Τζόυς (μοιάζει να) είναι πιο δυσπρόσιτος από τον Σταντάλ κι ο Μπέκετ από τον Γκολντόνι — δεν έχει καμιά σχέση με την αξία τους. Και το ότι κάποιος προτιμάει να διαβάζει Τζόυς (έστω και με το ζόρι) αυτό δεν τον κάνει ανώτερο και επαρκέστερο αναγνώστη.

Όμως εκεί είναι η ρίζα του κακού. Εγκαταλείπουμε τώρα την τέχνη σαν τέχνη και πάμε στην τέχνη σαν επίδειξη. Σαν κροκοδειλάκι Λακόστ. Πώς θα ξεχωρίσουμε από τον “χύδην όχλο”; Διαβάζοντας τα δύσκολα και τα δυσνόητα (που τάχα μόνον εμείς τα καταλαβαίνουμε). Και περιφρονώντας τα εύκολα και ευχάριστα. Η τέχνη για μας δεν είναι τέρψη — είναι πρόβλημα, γρίφος, οδύνη, άχθος, αγωνία και άγχος.

Κι αν ένα έργο έχει κάνει πολλές εκδόσεις, τότε αποκλείεται να είναι σημαντικό — καθότι, λαϊκό. (Άμοιρε Τολστόι!). Κι, αν μας δίνει ευχαρίστηση —ώ ! του κρυπτοπουριτανισμού !— είναι φτηνό και δεύτερο. “Τι είπατε; Καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα; 'Έ! αυτό σημαίνει σαφώς πως δεν είναι λογοτεχνία!”.

Ά! μωρέ Σουσούδες της τέχνης — μεγαλόσχημοι κριτικοί και σχολιογράφοι που κατατρομάζετε το κοινό, ζωγραφίζοντας την ομορφιά με μαύρα χρώματα! Άξιζε να σας παραλάβουν ο Σουίφτ, ο Ροΐδης κι ο Βολτέρος (όλοι “εύκολοι” κι “ευχάριστοι”), γιατί εγώ δεν βρίσκω αρκετά λόγια να σας ξεφωνίσω. Τάχα λοιπόν χορτάσατε τους κλασικούς — και τώρα πια ακούτε μόνον Ξενακίς. Και δεν υποπτευθήκατε ποτέ ότι ο “ευχάριστος” μπορεί να είναι δέκα φορές πιο βαθύς από τους δυσκοίλιους —και δέκα φορές πιο ευεργετικός...

26.10.1986