Η ΚΑΤΣΙΚΑ (1983-85)

Σε θυμήθηκα προχθές, Εμμανουήλ Ροΐδη - όταν κατεβαίνοντας τη νέα μοντέρνα και κεντρική λεωφόρο είδα μια κατσίκα. Μία άσπρη κατσίκα με το κατσικάκι της, δεμένη σ' ένα μικρό πάσσαλο στη διαχωριστική νησίδα.

 

Τώρα η διαχωριστική αυτή νησίδα είναι η προθήκη, το αγλάισμα του εκπολιτισμού μας. Γιατί από τη μια και από την άλλη πλευρά του δρόμου υπάρχει γιαπί, σκουπιδαριό, γαϊδουράγκαθα, βράχοι, παράγκες, πανό, τσαντίρια και κακάσχημα τσιμεντένια υπόστεγα. Άλλά η μεσαία, η διαχωριστική νησίδα είναι από άλλη χώρα: από τη Φλώριδα, να πούμε, ή τη Νίκαια (της Κυανής Ακτής), ή το Λουγκάνο. Καταπράσινη, με ψιλοκομμένο γκαζόν, με εξωτικά φυτά, μοιάζει ξένη.

 

Εκεί λοιπόν, σ' αυτή τη διαχωριστική νησίδα, βοσκούσε η κατσίκα. Που σημαίνει πως κάποιος από τους Ιθαγενείς, τους παρόχθιους, δεν σεβάστηκε το μόνο κομμάτι Ευρώπη που έχει στην περιοχή του. Δεν κατάλαβε πώς το γκαζόν και οι θάμνοι έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα. Είδε πράσινο, είδε λιβάδι, πήρε την κατσίκα του και το κατσικάκι της και διεκπεραιώθηκαν απέναντι. Άραγε να πέρασαν στο φανάρι; Αμφιβάλλω. Αύτη είναι λοιπόν η Αθήνα, μετά από έναν αιώνα, Εμμανουήλ Ροΐδη. Γεμάτη πάλι από σκόνη, θόρυβο και ασκήμια –τα τρία που σ' ενοχλούσαν περισσότερο. (Ώσπου κουφάθηκες και γλίτωσες – τουλάχιστον το θόρυβο). Όλα απλώς έχουν μεγαλώσει ποσοτικά - ποιοτικά ελάχιστα έχουν βελτιωθεί. Αλλά με το μέγεθος, οι συνέπειες επιδεινώνονται.

 

Και θα με ρωτήσεις: πώς η κατσίκα στην Αθήνα του 1984; Δεν έχετε γίνει ακόμη αστική περιοχή, όπως το Παρίσι του δικού μου καιρού;

 

Τα πράγματα παραμένουν ως είχαν, μεγάλε πρόγονε - ή μάλλον, για να θυμίσω μια αγαπημένη σου γαλατική παροιμία: όσο πιο πολύ αλλάζουν, τόσο γίνονται πιο ίδια. Μέσα σε κάθε Αθηναίο υπάρχει ένας βλάχος. Σε κάθε βλάχο αντιστοιχεί μια κατσίκα, ή ένα πρόβατο, ή ένα γουρούνι. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Στο κάτω-κάτω, από τα τρεισήμισι εκατομμύρια του λεκανοπεδίου πόσοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σ' αυτή την πόλη;

 

Η κατσίκα, λοιπόν, μηρύκαζε με απόλυτη αυτοπεποίθηση. Γύρω της ποταμοί αυτοκινήτων κι αυτή τελείως φυσιολογική. Αυτό που φαινόταν παράταιρο - ήταν το ιδιαίτερα πολιτισμένο παρκάκι της διαχωριστικής νησίδας. Τι γύρευε αυτό εκεί πέρα; Σαν ζώνη ευρωπαϊκή σε φουστανέλα τσολιά! Αλλά η κατσίκα αποκαθιστούσε την τάξη. Έδινε ένα νόημα στους διακοσμητικούς θάμνους: τους έτρωγε. Η εθνική μας ταυτότητα έβρισκε τη συνέχεια της. Όσο υπάρχουν κατσίκες -κάθε λογής, σε κάθε θέση, σε κάθε επίπεδο- η Ελλάδα παραμένει ελληνική.

 

Η κατσίκα, το γκαζόν και τα Ντάτσουν που περνούσαν. Νεοελληνικός πολιτισμός. Οι αγροτικές ρίζες, η ευρωπαϊκή βιτρίνα, η στοιχειώδης τεχνολογία.

 

Όχι, δεν αλλάξαμε πολύ, Εμμανουήλ Ροΐδη. Προεκτείνουμε στο διηνεκές τα ίδια διλήμματα – ίσως και τα επεκτείνουμε. Όχι, ακόμη δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε. Ευρωπαίοι; Ανατολίτες; Αστοί; Βλάχοι; Με γκαζόν και κατσίκα; BMW και παράγκα; Ακόμη ζούμε όπως έγραφες: “Από τόσα έτη βοά όλος ο κόσμος κατά του κονιορτού, της λάσπης, των λάκκων, της δυσωδίας!”. Κι όσο για τις κατσίκες, “αι αίγες είναι υπεράφθονοι, ου μόνον εις τους πέριξ αγρούς, αλλά και εις τας κεντρικάς οδούς της πρωτευούσης...”.

 

 

ΟΙ ΑΠ' ΕΞΩ

 

Ένας σιωπηλός γίγαντας, σαν βουνό, με σκισμένη φόρμα, είχε τρυπήσει τον καρπό του στο μηχάνημα. Μια γιαγιά, κουβαράκι, είχε πέσει από τις σκάλες - από το κεφάλι της έτρεχε αίμα. Ένας κοκκινοτρίχης με αραιά γένια και βαριά γυαλιά (οι φακοί σαν πάτοι μπουκαλιών) είχε σκίσει το χέρι του με κονσέρβα. Το 'χε τυλίξει στο πιο βρώμικο κουρέλι που έχω δει. Ένας γέροντας με δεμένο χέρι κι αυτός, το κρατούσε ώρες ψηλά - γιατί (του έλεγε η γριά του κάθε που πήγαινε να το κατεβάσει) έτσι σταματάει το αίμα. Ένα ψηλό ξανθό παιδί με κόκκινη στολή μπασκετμπολίστα και σκισμένο πόδι. Τρεις χοντρές γυναίκες: η μία (είχε καεί το σπίτι της) με εγκαύματα, η άλλη με δεμένο κεφάλι και η τρίτη (που αναστέναζε συνέχεια) με σπασμένο χέρι τυλιγμένο με πρόχειρο επίδεσμο.

 

Ώρα 12 μεσημέρι. Τα φορεία κουβαλάνε τα “βαριά” περιστατικά – από τροχαία, από εργατικά, από καυγάδες. “Το παλικάρι έπεσε από τον στύλο του ΟΤΕ”, ψιθύριζαν οι τραυματιοφορείς στους περίεργους ή: “δύο μαχαιριές σε καυγά”.

 

Τα “βαριά” έμπαιναν κατευθείαν μέσα στο εφημερεύον χειρουργικό. Οι άλλοι, οι απ' έξω, περίμεναν τη σειρά τους και είχαν σιγά-σιγά γίνει παρέα, γειτονιά. Σχολίαζαν τα “βαριά”, ανταλλάσσανε αναστεναγμούς, συμπονούσανε ο ένας τον άλλον. Όποτε κάποιος έπαιρνε το μέγα θάρρος να μπουκάρει στο χειρουργικό - από μέσα φωνάζανε: “Περιμένετε! Με τη σειρά!”. Αλλά η σειρά δεν ερχόταν ποτέ. Κι όλο φτάνανε κι άλλοι, σερνόμενοι και πονεμένοι. Ένας γέρος τρελός, που μας είπε δέκα φορές την ιστορία της μούμιας και του βρικόλακα, ένας ξανθός παχύς με μαγιό και σπασμένο μπράτσο, δύο Γιουγκοσλάβοι από τρακάρισμα κι ένας τσιγγάνος που χτύπησε με μηχανάκι.

Κάποια στιγμή, κατά τις τέσσερις (ζέστη φριχτή), η ατμόσφαιρα άλλαξε. Η συμπόνια ξεχάστηκε και άναψε η αγανάκτηση, η αντίδραση, η επανάσταση. “Ξέρεις τι θέλουν εδώ”, είπε ο γέρος με το χέρι ψηλά, που ως τότε δεν είχε ανοίξει το στόμα του: “να 'χεις ένα αυτόματο και κα-κα-κα-κα να τους καθαρίσεις όλους”. Το βουνό (δύο μέτρα κι εκατόν τριάντα κιλά) μίλησε τότε κι αυτό για πρώτη φορά: Όποιος μπει πριν από μένα θα τον πατήσω κάτω". Ο κοκκινογένης διαμαρτυρήθηκε: “Μα εγώ αιμορραγώ”. Το βουνό μούγκρισε: “Σκασμός!”.

 

Η επανάσταση έσβησε γρήγορα. Η πόρτα δεν άνοιξε. Όλοι ξανάπεσαν σε καρτερική σιωπή. Η γιαγιά με το σπασμένο κεφάλι στέναζε σπαραχτικά στο καρότσι - ενώ η συνοδός της, μια ήσυχη κυρούλα, έλεγε σ' οποίον περνούσε από το διάδρομο: “Εβγάλαμε ακτινογραφίες. Δεν θα μας πείτε τι να κάνουμε;”.

 

Κατά τις πεντέμισι μπόρεσα να φύγω. Τους άφησα πίσω με ενοχές (κι ας περίμενα κι εγώ έξι ώρες). Δεν έμαθα τι έγινε παρακάτω. Αλλά τους βλέπω πάντα εκεί: χτυπημένους, ξέπνοους, ξεχασμένους. Με τα μάτια βιδωμένα σε μία πόρτα. Να αναστενάζουν και να παραπονιούνται. Να αγανακτούν και να καταριούνται. Ο διάδρομος σκοτεινιάζει - κι αυτοί, ρίχνουν τώρα μακριές σκιές. Μεταστοιχειώνονται και κινούνται αργά, τελετουργικά. Γίνονται χορός τραγικός, χορός άχρονος που οιμώζει και θρηνεί, υβρίζει και παρηγορεί, οικτίρει και

λοιδορεί. Που σκύβει το κεφάλι και μουρμουρίζει σπαρακτικά την τραγωδία της ανημπόριας, της εγκατάλειψης, της αδυναμίας του Έλληνα άρρωστου. Θεσσαλονίκη, “ΑΧΕΠΑ”, Αύγουστος 1984.