Ο ορίζοντας του, κάθετες μαύρες γραμμές. Πολλά χρόνια τώρα δεν είχε δει τίποτα έξω απ' αυτές.
Κάθετες, μαύρες.
Έκοβαν όλα τα πράγματα σε φέτες. Τα μάτια του συνηθισμένα να βλέπουν μακριά κουραζόντουσαν προσπαθώντας να αποφύγουν τα κοντινά κάθετα εμπόδια.
Εμπόδια ψυχρά και σκληρά, όταν τα ακουμπούσες. Πιο σκληρά, όταν σε στιγμές οργής χτυπούσες επάνω τους.
Ποτέ δεν είχε χαρεί ένα άλμα.
Για να πηδήξει ήθελε χώρο- και το κλουβί, ίσα που τον χωρούσε για να στρίψει.
Ένας ορίζοντας από κάθετα κάγκελα και πίσω τους αυτοί οι περίεργοι πίθηκοι που τον χάζευαν.
Α! Αν δεν ήταν τα κάγκελα, πόσους θα σκόρπαγε κάτω με ένα άλμα και δύο χτυπήματα!
Αυτό το άλμα του έγινε εμμονή ιδέα. Όλο φανταζόταν τα κάγκελα να λιώνουν και τον εαυτό του να διαγράφει μια τέλεια καμπύλη στον αέρα. Τις νύχτες, στον ύπνο του, ονειρευόταν ανοιχτούς ορίζοντες και ελεύθερες εκτινάξεις που έμοιαζαν να μην τελειώνουν. Συσπείρωση, απογείωση -και ατέρμονη πτήση.
Καμιά φορά, πάλι στα όνειρα του, προσγειωνόταν πάνω στον ώμο κάποιας αντιλόπης. Τότε το ενύπνιο γινόταν γαστρονομικό. Έτρωγε φρέσκο, λαχταριστό, αχνιστό κρέας.
Είχε αηδιάσει από τα σάπια κουφάρια που του πετούσαν στο κλουβί. Κι από τα πνιγμένα σκυλιά και γατιά που το τσίρκο πλήρωνε είκοσι φράγκα στα αλητόπαιδα.
Ώσπου κάποια μέρα, δεν ήρθανε" δεν ήρθανε ούτε αυτά. Η πείνα άρχισε να τον θερίζει. Η δίψα χειρότερα.
Σήκωσε το κεφάλι, τίναξε την πλούσια χαίτη, πέταξε ψηλά τον τρομερό του βρυχηθμό. Τίποτα. Σιωπή. Κανείς.
Την άλλη μέρα το ίδιο. Και την άλλη. Τα κάγκελα κάνουν την πείνα οξύτερη. Την ανημπόρια διπλή. Ξάπλωσε κάτω και στωικά περίμενε να πεθάνει. Με αξιοπρέπεια - όπως μόνο τα ζώα μπορούν.
Εκεί, στην επιθανάτια αναμονή, τον βρήκαν οι φιλόζωοι - και οι φωτορεπόρτερ. Η φωτογραφία του, έγχρωμη ή ασπρόμαυρη, δημοσιεύθηκε σ' όλες τις εφημερίδες. Ένα σκελετωμένο, αφυδατωμένο, ψωριασμένο λιοντάρι - κι από πάνω ο τίτλος: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ.
Η εικόνα και η επιγραφή μου θύμισαν κάποιον Άλλον, καθηλωμένο και αυτόν. Και με χλευαστικό βασιλικό τίτλο πάνω από το κεφάλι του.
Εκείνος, ο αμνός. Κι αυτός ο λέων. Ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου. Τα μάτια μας δεν ξεκολλούσαν από τη φωτογραφία.
Κοιτάζαμε. Πρώτα νιώσαμε οίκτο. Μετά ντροπή - για τον οίκτο. Και μετά, τύψη αβάσταχτη, που δάγκωνε πολύ βαθιά.
Ό,τι δεν μπόρεσαν να μας διδάξουν, χρόνια τώρα, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, οικολόγοι, μας τα δίδαξε, σε ένα λεπτό, το ετοιμοθάνατο λιοντάρι.
Που θυσιάστηκε από – και για – τις δικές μας αμαρτίες.