Θα 'πρεπε να υπάρχει, "μέτρηση αναγνωσιμότητας" στην κάθε βιβλιοθήκη - πόσες φορές ανεβοκατεβαίνει ένα βιβλίο στο ράφι.
Πρόχειρη μέτρηση στα δικά μου: σίγουρα στον Καβάφη επιστρέφω συχνότερα. Μετά στον Σεφέρη. Σολωμός και Ελύτης μαζί. Ύστερα, μεγάλο άνοιγμα στις στατιστικές συχνότητες.
Περίεργο: δεν ξαναγυρίζω συχνά στον Κάλβο - αλλά όταν τον πάρω στο χέρι είναι για πολλή ώρα.
Κι αυτό θα 'ταν ενδιαφέρον: όχι μόνο πόσο συχνά, αλλά και για πόση ώρα. Υπάρχουν ποιητές όπου ξαναγυρίζεις σε ένα στίχο - και οι άλλοι, όπου ζητάς έναν κόσμο.
Στον Παλαμά τόσο σπάνια - ίσως για την “Ασάλευτη Ζωή”. Στον Καρυωτάκη συχνότερα και αλυσιδωτά. Σπάνια μπορώ να απομονώσω ένα ποίημα - με οδηγεί σε άλλο.
Σχεδόν ποτέ δεν επιστρέφω στον Βάρναλη - γιατί άραγε; Ίσως επειδή τα ποιήματα του, που αγαπώ, τα θυμάμαι απέξω. Στα Δημοτικά τραγούδια, μπορεί και κάθε βδομάδα. Και πιο συχνά - τώρα που το σκέφτομαι. Όταν ανοίξω Σικελιανό θα 'ναι πάντα ο τρίτος τόμος του “Λυρικού Βίου”, σπάνια ο πρώτος, ποτέ ο δεύτερος.
Ανθολογία; Από αυτήν γνώρισα την ποίηση -αλλά τώρα μεγαλώσαμε και οι δύο: αυτή έγινε τρίτομη κι εγώ πιο απαιτητικός. Προσφεύγω στις πηγές. Αλλά θα χρειαζόμουνα μία "ανθολογία της Ανθολογίας". Φορητή, για προσκέφαλο στα ταξίδια.
Από τους σύγχρονους: ξαναδιαβάζω συχνά Κική Δημουλά, Καρούζο, Σαχτούρη. Ρίτσο όχι - κάθε φορά που ζήτησα ένα ποτήρι νερό, με έπνιξε ένα ποτάμι.
Σκονίζεται ο Βαλαωρίτης - κι ο Γρυπάρης, παλιά αγάπη. Ο Πορφύρας όμως -περίεργο- διαβάζεται ακόμη, όταν βρέχει. Δύσκολα πια ο Παπατσώνης, ο Εμπειρίκος πιο ζωντανός, κι ο Έγγονόπουλος.
Αλλά, τελικά, το 80% της επανάληψης το έχουν τέσσερις ποιητές κι ένας λαός: Καβάφης, Σεφέρης, Σολωμός, Ελύτης, Δημοτικά. Αυτή είναι η στερεή τροφή. Αν μου λείψει μία μέρα, νιώθω σαν να κοιμάμαι νηστικός.
Το ίδιο και με τους ξένους. Χιλιάδες βιβλία - πέντε-έξι οι φίλοι: Baudelaire, Rilke, Eliοt, οι απαραίτητοι.
“Τα φάρμακα σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως...”.
Τριάντα τόσα χρόνια χρήση. Εθισμός; Σίγουρα. "Νάρκης του άλγους δοκιμές". Τριάντα τόσα χρόνια κάθε μέρα, τα φάρμακα “που κάμνουνε -για λίγο-να μη νιώθεται η πληγή”.
(Αυτό το “για λίγο”. Α ! Ολιγόπιστε, κυνικέ – όχι, τραγικέ Καβάφη, αυτό το “για λίγο”!).