ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ (1983-85)

“Αν σε λησμονήσω Ιερουσαλήμ, ας μαραθεί το δεξί μου χέρι, ας κολλήσει, η γλώσσα μου στον ουρανίσκο μου, αν δεν σε θυμηθώ...”.

 

Πολλά λιμάνια μοιάζουν αγκαλιές – μα της Κυρήνειας πάνω απ' όλα. Η πιο κλειστή, ή πιο ζεστή, η πιο γλυκιά αγκαλιά – μάνας όχι, αλλά αδερφής ή ερωμένης. Το μικρό λιμάνι της Κυρήνειας. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

 

Σεπτέμβρης '71, ένας ζεστός Σεπτέμβρης. Ο Σεφέρης άρρωστος στην Αθήνα κι εγώ, με τα ποιήματα του σαν οδηγό, ανακαλύπτω την Κύπρο. Σαλαμίνα, Πλάτρες, Έγκωμη, Αγιάναπα - τα ποιήματα πού μ' αρέσουν.

 

“Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου”. Πιο Ελλάδα από την Ελλάδα η Κύπρος μου δίνει μια αίσθηση αρχαϊκή, Ίσως είναι η γλώσσα, πιο σκληρά πελεκημένη, πιο άμεση, Ίσως είναι το φως το “χρυσό δίχτυ”.

 

Υπήρχε ήδη μια βουβή απειλή γύρω - θυμάμαι που έκανα μεγάλη παράκαμψη για να πάω από τη Λευκωσία στην Κυρήνεια. Ο δρόμος του Αγίου Ιλαρίωνα ήταν κλειστός. Τούρκικη σημαία ανέμιζε στο παλιό κάστρο.

 

Αν η Κυρήνεια ήταν μία μικρή λυρική ποίηση – λίγο πιο πάνω, το Μπελαπάις, ήταν σαν μουσική από μεγάλο όργανο. Ένα γοτθικό μοναστήρι, αλλά όχι γκρίζο, όχι σκοτεινό σαν αυτά πού ήξερα. Ένα φωτεινό γοτθικό μοναστήρι, μια αντίφαση με τον εαυτό του - μια αντίφαση με τις λεμονιές και τους φοίνικες που το τριγύριζαν. Από τις άδειες αιχμηρές αψίδες έβλεπες φλογερά λουλούδια, μπουκανβίλιες ν' ανθίζουν. Μεσογειακή γλύκα και γοτθική αυστηρότητα - μια απροσδόκητη σύνθεση φοβερής έντασης κι ανάτασης, θυμήθηκα πάλι τον Σεφέρη:

“Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμα”.

 

Είπα: θα ξανάρθω στην Κυρήνεια, θα 'ρθω να μείνω. Όταν γύρισα στην Αθήνα πέθαινε ο Σεφέρης. Τρία χρόνια μετά, χάθηκε η Κυρήνεια.

 

Λίγα πράγματα στη ζωή μου έχουν λείψει όσο αυτή η μικρή πολιτεία. Αισθάνομαι εξόριστος όταν τη σκέπτομαι εξόριστος από μια πατρίδα, που ο ίδιος διάλεξα. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω όταν έμαθα την καταστροφή, ήταν να γράψω δύο λέξεις: “δεν ξεχνώ”, και να τις στείλω σ' όλο τον κόσμο.

 

Γιατί, αν σε ξεχάσω Κυρήνεια, αν σε ξεχάσω Κύπρος, θα λιγοστέψω σαν Έλληνας, θα φτωχύνω σαν άνθρωπος, θα μικρύνω, θα μαραθώ.

 

Νιώθω πως έχω μια πόλη-ερωμένη. Κάπου με περιμένει "προσφέροντας μικρούς μαστούς". Με μια τρυφερή ζεστή αγκαλιά, λιμάνι. Η τελευταία ακτίνα του ήλιου χτυπάει το κάστρο και τα νερά βαθαίνουν και σκοτεινιάζουν.

 

Βλέπω τις φωτογραφίες του '71 - πόσο φωτεινές είναι οι διαφάνειες με τον ήλιο της Κύπρου. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε πέτρα, κάθε αγκάθι είναι τυπωμένο στη μνήμη μου. Θα 'χουν αλλάξει τώρα βέβαια πολλά στην Κυρήνεια - δεν θέλω να το σκέφτομαι. Θέλω να τη θυμάμαι όπως την άφησα, με την υπόσχεση της επιστροφής.

 

Η μικρή Αφροδίτη της Βόρειας Κύπρου. Η Κυρήνεια - μια πόλη αγκαλιά. Μικρή ζεστή φίλη, πολλοί σ' αγαπούσαν, πολλοί σ' έχασαν. Πολλοί περιμένουν. Και δεν ξεχνούν.

 

“Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου κολληθείη η γλωσσά μου τω λαρύγγι μου, εάν μη σου μνησθώ...”.