Έρχομαι, από τ' αηδόνια. Από τα μεθυσμένα αηδόνια της Ελλάδας.
Μέσα σε μια εβδομάδα τα άκουσα να ξετρελαίνονται στα Γιάννενα. Να κεντάνε ήχους μέρα μεσημέρι έξω απ' τη Λάρισα. Να οργιάζουν στα Τέμπη.
Να πλέκουν τρίλιες στα Καμένα Βούρλα. Να ανταγωνίζονται ξέφρενα στα Πολιτικά, στην Εύβοια.
Και να ξεπερνάνε κάθε όριο κάτω στα Κλεισορέματα, στην Ακαρνανία.
Το Μάη η Ελλάδα ανήκει στ' αηδόνια της.
Τι θαύμα αυτό το πουλί το μικρό, το ταπεινό, το ελάχιστο. Μόνο του αποτελεί ένα λόγο να πιστέψεις πως υπάρχει θεός. Γιατί αύτη τη μουσική του, την υπερβατική, ποια λογική (του τυχαίου) μπορεί να την εξηγήσει;
Οι αρχαίοι το λάτρευαν. Είχαν επινοήσει σύνθετους επάλληλους μύθους - τόσο τους υποχρέωνε η ποιότητα της φωνής του να βρούνε μια ιστορία που να ανταποκρίνεται στην ομορφιά και στο βάθος της. Γι' αυτούς η “αηδών” θρηνεί: “χέει πολυηχέα φωνήν - ολοφυρομένη...”, γράφει, ο Όμηρος. “Στονόεσσα, ατυζομένα” την περιγράφει ο Σοφοκλής. “Ακόρετος βοάς”, αχόρταγη στο θρήνο, τη λέει ο Αισχύλος. Ποιόν κλαίει; Μα ανάλογα το μύθο - τον Ίτυ ή Ίτυλο. Τη Φιλομήλα ή την Πρόκνη...
Είναι τόσο δύσκολο να δεις αηδόνι. Ίσως γι' αυτό -κι όχι επειδή ήταν τυφλός- ο Όμηρος του δίνει λάθος χρώμα. Δεν είναι πρασινοκίτρινο (“χλωρηίς”). Πιο σωστός ο Αισχύλος: “ξουθή” (ξανθή) αηδών. Είναι κοκκινόχρυσο. Μπορώ να το βεβαιώσω. Γιατί φέτος, μετά τόσα χρόνια προσεχτική προσμονή, αξιώθηκα πρώτη φορά να το αντικρίσω.
Είχε κάτι το σπαρακτικά συγκινητικό η ταπεινότητα, η διακριτικότητα της μορφής του. (Που τα λαμπερά χρώματα της καρδερίνας !). Ένιωσα όπως όταν συναντάει κανείς μεγάλο ποιητή – και βλέπει απλό και σεμνό άνθρωπο. Ένα λεπτό, ένα μόνο λεπτό, σταμάτησε το κελάηδημα, ξεπέταξε από το θάμνο του και πέρασε μπροστά μου. Στον άλλο θάμνο άρχισε αμέσως πάλι τις τρίλιες.
Αυτό που σου κόβει την ανάσα, είναι το πως συνεχώς ξεπερνάει τον εαυτό του. Τώρα δεν έχει πιο πάνω, αναλογίζεσαι, τώρα έφτασε το απόλυτο: και ξαφνικά πετιέται μια ολόκληρη οκτάβα ψηλότερα και ακροβατεί, με απίθανους λαρυγγισμούς, στο μηδέν, στο καθαρό κενό, εκεί που δεν καταγράφεται ήχος ούτε σιωπή.
Ίσως είναι, το αηδόνι ένας μικρός θεός.
Κάποτε ζούσα σ' έναν τόπο, όπου κάθε άνοιξη άκουγα αηδόνια. Από τότε που έφυγα, νιώθω σαν να έχασα τον Παράδεισο. Δεν ήταν μακριά, προάστιο της Αθήνας. Αλλά τώρα φοβάμαι πως ούτε εκεί θα αντηχούνε μελίσματα και τερετισμοί. Αν δεν τα έδιωξε ο θόρυβος, θα τα εξουθένωσε το Νέφος. Πώς να λειτουργήσουν αυτοί οι μικρότατοι πνεύμονες, αυτός ο λεπταίσθητος λάρυγγας με αναθυμιάσεις καπνού και μονοξείδιου;
Είναι το μόνο πουλί που τ' όνομα του σημαίνει τραγούδι.
Κάθε χρόνο μας ξανάρχονται τ' αηδόνια και κάθε χρόνο εμείς τα ακούμε λιγότερο. Οι μισοί Έλληνες ζούνε σε πόλεις. Πόσα παιδιά δεν έχουν ποτέ τους αφουγκραστεί την πιο όμορφη μουσική αυτού του κόσμου;
Αλλά έχουμε άλλα, σοβαρότερα πράγματα να κάνουμε: δουλειές, υποθέσεις, μαθήματα, εκλογές. Ποιος ασχολείται με τα αηδόνια; Μερικοί ρομαντικοί - και μάλιστα παλιάς σχολής. Γιατί οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, οι τωρινοί ποιητές, δεν θα καταδεχόντουσαν βέβαια ένα αηδόνι!
Όμως εγώ πιστεύω πως αν κάτι θα γλυκάνει τις τελευταίες μου στιγμές – εκεί που ζυγίζονται όλα και ζυγίζουν λειψά – θα 'ναι δυο-τρία πράγματα που είδα -τοπία, φως- και ένα άκουσμα. Αυτό το απότομο ξεπέρασμα, το τρελό, το αδύνατο κι όμως πραγματικό. Αυτό το τέντωμα στα όρια, που δείχνει, πως ο κόσμος μπορεί και να έχει νόημα – απροσδόκητο σαν το τίναγμα της τρίλιας στην πιο ψηλή ομορφιά.