Αιώνες τώρα, σε δύσκολες εποχές, πρώτοι οι ποιητές βλέπουν τους μεγάλους εθνικούς εφιάλτες. Όταν η χώρα παραδέρνει, αυτοί δεν ονειρεύονται έρωτες — αλλά σκοτάδια.
Θυμάμαι τον Heine και τους κλασικούς πια στίχους του:
Denk ich an Deutschland in der Nacht,
dann bin ich um den Schlaf gebracht.
(Αν σκεφθώ τη Γερμανία μέσα στη νύχτα, χάνω τον ύπνο μου).
Και, περισσότερο, τον Δάντη, που στο μεγάλο ποιητικό του όραμα, ποτισμένο πίκρα από τη μοναξιά και την εξορία, κάπου ξεσπάει:
Ahi, serva Italia, di dolore ostello,
nave sanza nocchiere in gran tempesta,
non donna di provincie, ma bordello!
(Ωιμέ, σκλάβα Ιταλία, κατοικία του πόνου / καράβι χωρίς τιμονιέρη σε μεγάλη τρικυμία / όχι κυρία στον τόπο σου, μα μπουρδέλο!).
Βίαιοι, και τολμηροί στίχοι — ακόμα και για σήμερα (όχι που γράφτηκαν στα τέλη του Μεσαίωνα!). Αλλά και κάτι άλλο: Άμεσοι. Επίκαιροι. Μας αφορούν. Διαβάζοντας τους, ένιωσα να με πιάνουν από το λαιμό.
Όπου Ιταλία, βλέπε Ελλάδα. Σήμερα. Σε χάος. Σε ταραχή. Σε τρικυμία. (Χειρότερη, επειδή πολλοί κάνουν πως δεν την καταλαβαίνουν !). Χωρίς ναυτίλους. Να παραδέρνει. Να χάνεται. Και η τελευταία λέξη, σκληρή σαν μαστίγιο,
βιτσιά στο πρόσωπο: bordello!
Ναι, εκεί είμαστε — μόνο δεν έχουμε Δάντη να μας το πει τόσο άγρια. Και που πάμε; Άγνωστο σε όλους — κι η πυξίδα μας άχρηστη, μια και όλοι οι (Ιδεολογικοί) προσανατολισμοί μας αποδείχθηκαν αδιέξοδα.
Μερικοί μιλάνε ακόμα για Αριστερά, άλλοι γαντζώνονται πεισματικά στη συντήρηση (τίνος;). Ωστόσο κανείς δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να προτείνει — και το μόνο που κάνουν τα ρέστα, τα ρετάλια των Ιδεολογιών, είναι να εμποδίζουν ακόμα την δράση.
Ποτέ δεν έβλεπαν καλά οι ιδεολόγοι — τώρα δεν αντιλαμβάνονται ούτε τα νερά που κατακλύζουν το κύτος.
Γιατί η τρικυμία μαίνεται, το καράβι βουλιάζει. Οι αξιωματικοί (απελπισία, αδιαφορία, αδυναμία;) γλεντάνε και πίνουν μεταξύ τους, οι ναύτες έχουν παραιτηθεί, οι επιβάτες κοιτάνε να ωφεληθούν κλέβοντας ο ένας τον άλλο. Θυμάμαι εκείνες τις —εναργέστατες στην αφέλεια τους— πρωτόγονες ξυλογραφίες από “Το Πλοίο των Τρελών” (ή μάλλον “των Χαζών”) του Sebastian Brant. Εκεί πολλοί διασκεδάζουν, άλλοι αδιαφορούν και όλοι, βυθίζονται.
Αν ήταν τουλάχιστον από την κρίση να βγάλουν το σωστό συμπέρασμα οι ιδεολόγοι μας! Βλέπουν πως οι ιδεολογίες τους δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα και συμπεραίνουν πως έχει λάθος... η πραγματικότητα. Κι αντί να περάσουμε σε μια αφύπνιση, μια νέα νηφαλιότητα — οξύνουμε τις (φανταστικές πλέον) Ιδεολογικές διαφορές μας στο έπακρο, για να αποδείξουμε πως υπάρχουμε ακόμα.
Έρχονται πάλι εκλογές (κάθε χρόνο πια: πότε εύρο- πότε δήμο-, νισάφι η σπατάλη σε λόγια και χρήματα!). Ελληνικές εκλογές: περίοδος εκπτώσεων και εξευτελισμού όλων των αξιών. Κάποτε (αισιόδοξοι) λέγαμε πως οι εκλογές είναι το πανηγύρι της δημοκρατίας — εμείς τις κάναμε τσίρκο. Αφορμή για τους Τρελούς να φάνε, να πιουν και να ξεχάσουν — ενώ το πλοίο θα βουλιάζει όλο και πιο πολύ στα χρέη και την ανυποληψία.
Ξύπνα Ελλάδα! Δεν είμαι Δάντης να σε στολίσω όπως σου πρέπει, όμως, αν δεν νιώθεις το δικό μου νυγμό, νιώσε την αιχμή των πραγμάτων. Περιθώριο δεν έχεις μεγάλο, σ' έφαγαν οι κουβέντες και η ανεμελιά, οι ανεύθυνοι, κι, ανάξιοι που κάθονται στους θώκους. (Κάποια μέρα θα ντρεπόμαστε όλοι γι' αυτούς...). Ξύπνα Ελλάδα και επιστράτευσε τις δυνάμεις σου, αν βέβαια θέλεις να ζήσεις.
Εγώ κουράστηκα, χρόνια τώρα, να φωνάζω ανώφελα. Τόσο μπορώ.
Αλλά Εσύ, μητέρα μεγαλόψυχη, πρέπει να βρεις τη δύναμη να συνεγείρεις τα παιδιά σου, σε νέο κρυφό μυστήριο. Με λογισμό και μ' όνειρο. Πρώτα τον λογισμό χρειαζόμαστε τώρα, τον ελεύθερο (άλλος δεν υπάρχει — το 'πε ο Ρήγας!) να μας λυτρώσει — κι υστέρα το όνειρο. Να μας οδηγήσει.
Πώς θα μας βρει ο καινούριος αιώνας; Ο τωρινός μας συνάντησε ταπεινωμένους από το '97, μικρούς και αδύναμους. (“Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα”, είχε πει τότε ο ποιητής). Περάσαμε πολλά, κερδίσαμε αρκετά — όμως τώρα κινδυνεύουμε πάλι. Σβήσανε ξανά οι φωτιές. Στερέψαμε, σταματήσαμε, παραιτηθήκαμε.
Οι ποιητές ξέρουν: “Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;”, ρωτάει ο Ελύτης στην Είσοδο του Μικρού Ναυτίλου. Και στην Έξοδο, αφού μέτρησε την ομορφιά και την αθλιότητα της Ελλάδας (χωρίς να μάθει γιατί στον τόπο αυτό όλο και περισσεύει το άδικο} μας ξαναδίνει κομματιασμένο τον υπέροχο Σολωμικό στίχο:
“Έρμα ν' τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα”.
Οι ποιητές γνωρίζουν. Ξερός ο τόπος κι άγονοι άνθρωποι περιμένουν από τους άλλους αυτό που οι ίδιοι δύνανται. Φτάνει να το πιστέψουν. Τότε το θαύμα εισχωρεί στην πραγματικότητα. Και θ' απορήσει ο ίδιος ο ποιητής:
“Ποιος είχε πει που σου 'μελλε, πέτρα να βγάλεις ρόδο;”.
31.8.1986