Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΣΑΝΤΙΛΑ (1983-85)

Το πρώτο πράγμα που σε πιάνει από το λαιμό, όταν προσγειώνεσαι, από το εξωτερικό στην Αθήνα, είναι μια βουβή επιθετικότητα που σιγοβράζει γύρω σου. Όλοι είναι σφιγμένοι, αγανακτισμένοι, έτοιμοι για καυγά. Κάθε λίγο, αυτή η επιθετικότητα ξεσπάει απότομα: φουντώνει τσακωμός ξαφνικός κι αναιτιολόγητος. Ύστερα, το ίδιο απότομα, σβήνει. Η υπόκωφη οργή παραμένει, θα εκραγεί με την επόμενη ευκαιρία - σαν τη λάβα που ξεπετάγεται όπου βρει μαλακό έδαφος.

 

Στους δρόμους το ίδιο - όλοι οδηγούν με μια καταπιεσμένη αγανάκτηση. Εκτονώνονται με σφήνες και κλεισίματα. Αν τύχει να έρχεσαι από μια ήρεμη ευρωπαϊκή χώρα -Αγγλία ή Ελβετία- η συμπεριφορά τους σου φαίνεται ακατανόητη. Αν μάλιστα έτυχε να οδηγήσεις λίγο στις χώρες αυτές, κινδυνεύεις στην αρχή να σκοτωθείς. Ύστερα βέβαια προσαρμόζεσαι και κάνεις κι εσύ τα ίδια.

 

Αλλά κι από πιο θερμόαιμες περιοχές κι αν γύρισες, τέτοια “τσαντίλα”, διάχυτη στον αέρα, δεν την έχεις νιώσει πουθενά. Ο κάθε ένας Έλληνας βρίσκεται μόνιμα στο σημείο βρασμού, έτοιμος να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Μπαίνεις σ' ένα μαγαζί - στη δεύτερη κουβέντα έχεις αρπαχτεί με την πωλήτρια. Για να μην πούμε πως σε υποδέχονται στις δημόσιες υπηρεσίες και ξαναπέσουμε στην κοινοτοπία.

 

Σ' άλλες πόλεις του κόσμου, οι άνθρωποι μπαίνουν το πρωί στο τρόλεϊ - και λένε καλημέρα. Με χαμόγελο! Κι αυτοί σηκώθηκαν πρωί, κι αυτοί είχαν να ετοιμάσουν τρία παιδιά για το σχολείο, κι αυτοί χρωστάνε μια δόση που λήγει. Αλλά χαμογελάνε, και λένε καλημέρα. Εδώ μόνο ο παπαγάλος του Παπαντωνίου άρθρωνε αυτή τη λέξη.

Δεν είναι θέμα ευγένειας, ούτε τρόπων. Είναι αυτή η υπόκωφη οργή, που μας συνοδεύει τους Έλληνες μια ζωή. Σαν να μας χρωστάνε μόνιμα κάτι, σαν να μας ρίξανε, να μας γελάσανε. Οργίλοι, επιθετικοί, καχύποπτοι, κοιτάμε το συνάνθρωπο σαν εχθρό. Δύσθυμοι, βαρύγνωμοι, συνοφρυωμένοι, βλέπουμε το χαμόγελο σαν απαράδεκτη επιπολαιότητα.

 

Έχει σίγουρα βαθύτερα αίτια αυτή η σχεδόν μεταφυσική βαρυθυμία του Έλληνα. (Αλλού τα 'χω γράψει αυτά). Άλλά πιστεύω πως, στην αταβιστική προδιάθεση, έχουμε συμβάλλει ουσιαστικά, κάνοντας τη ζωή μας εντελώς αφόρητη. Έτσι που και οι πιο ψυχρόαιμοι ξένοι, χωρίς καθόλου βεβαρημένο παρελθόν, μετά από λίγους μήνες αρχίζουν κι αυτοί να νιώθουν σαν εμάς. Και βρίζουν (αυτοί που δεν έχουν καν βλαστήμιες στη γλώσσα τους) και αρπάζονται και -αν είναι δυνατόν- κραυγάζουν. Αυτοί που μιλούν με ψιθύρους...

 

Η αρρώστια είναι μεταδοτική. Που σημαίνει πως, έστω κι αν υπάρχει κληρονομική προδιάθεση, την υπαιτιότητα φέρει το περιβάλλον. Αυτό το απάνθρωπο περιβάλλον που είμαστε ο ένας για τον άλλον.

 

Κι είναι ο κύκλος από τους πιο φαύλους. Όσο πιο επιθετικά φερόμαστε, τόσο περισσότερη επιθετικότητα προκαλούμε. Κι όσο καταπιέζουμε την οργή μας -γιατί δεν είναι δυνατό να είμαστε όλοι μαζί ταυτόχρονα έξαλλοι (κάποιος είναι δυνατότερος και επιβάλλεται) όσο λοιπόν καταπιέζουμε, τόσο φουντώνουμε την επιθετικότητα μας. Έτσι μοιάζουμε όλοι με παλαιστές πριν από τον καυγά. Κοιταζόμαστε στα μάτια και ετοιμαζόμαστε για τη λαβή - ή το καίριο χτύπημα.

 

Πώς θα βγούμε από το φαύλο κύκλο; Που είναι ο ειρηνοποιός, που με καλοσύνη και πραότητα θα μας απαλύνει την αγανάκτηση, θα χαλαρώσει το σφίξιμο, θα γαληνέψει τη μόνιμη ταραχή; Πουθενά δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντίθετα, είναι πολλοί αυτοί που μας παροτρύνουν -όπως οι θεατές τους μποξέρ- να ορμάμε ο ένας στον άλλο. Μας εξωθούν, μας ερεθίζουν, μας εξαγριώνουν. Κι έτσι ζούμε για το ποδόσφαιρο και την πολιτική - δηλαδή για το πώς θα φάμε ο ένας τον άλλο...