Τον μήνα Αύγουστο ταξίδεψα πολύ
σε Εθνικές και άλλες οδούς. Και πάλι έμεινα άναυδος από την εκπληκτική αυτή
ελληνική εφεύρεση: το παράλυτο αριστερό χέρι.
Τα δύο στα τρία αυτοκίνητα είχαν
ανοιχτό το παράθυρο του οδηγού. Από το άνοιγμα αυτό κρεμόταν ένας βραχίονας με
χέρι. Αλλά πώς κρεμόταν!
Αδιανόητες οι γωνίες και οι
θέσεις που έπαιρναν αυτά τα χέρια. Σαν να μην είχαν κόκαλα. Σαν να μην είχαν καν
μύες, τένοντες, αρθρώσεις. Έμοιαζαν περισσότερο με κουρέλια, σφουγγαρόπανα,
ξεσκονόπανα. Η παλάμη κοίταζε προς τα πίσω, λες και την είχαν εξαρθρώσει με
φοβερά βασανιστήρια. Τα δάχτυλα λυτά, χαλαρά, σαν κρόταλα.
Το παράλυτο αυτό χέρι έδινε μία
σαφέστατη εικόνα της γενικής μας κυκλοφοριακής παράλυσης. Ο οδηγός αντιμετώπιζε
την διαδικασία της οδήγησης σαν να ήταν αποχαυνωτικό υδρομασάζ. Λυμένος,
χαμένος, μπαϊλντισμένος, δεν ήξερες αν είναι ξύπνιος ή σε κατάσταση ύπνωσης.
Αυτό το χέρι έλεγε περισσότερα για την αιτία των τροχαίων ατυχημάτων μας, από
όλες τις εκθέσεις της αστυνομίας. Πώς να αντιδράσει γρήγορα σε μία επικίνδυνη
φάση, πώς να φρενάρει, να επιταχύνει – όταν βρίσκεται σε παραλυτικό κώμα; Για να
βγει από την ύπνωση, να αποκτήσει, νεύρα, αντιδράσεις, μυϊκό τόνο, χρειάζεται
ώρα – όπως αυτός που ξυπνάει από βαθύ ύπνο.
Μου έγιναν εμμονή αυτά τα χέρια –
αν είχα συνοδηγό με κάμερα θα τον έβαζα να τα φωτογραφίζει. Μου έκαναν εντύπωση
οι θέσεις που έπαιρναν. Άνοιξα και εγώ το παράθυρό μου, αψηφώντας τον καυτό
λίβα, και προσπάθησα να τα μιμηθώ. Αδύνατον! Κόντεψα να στραμπουλίξω τον αγκώνα
και τον καρπό μου, αλλά δεν μπορούσα να πιάσω ούτε μία από τις στάσεις. Πώς το
έκαναν;
Και το έκαναν όλοι: τα χέρια δεν
κρέμονταν μόνο από αγροτικά Τογιότα και Τσιγγάνικα Ντάτσουν ούτε από φτηνά
Κορεάτικα και ταπεινά σαραβαλάκια. Είδα ανάλογες καταστάσεις σε αυτοκίνητα
πανάκριβα και ευγενούς μάρκας. Είδα παράλυτο χέρι να κρέμεται από μεγάλη
Τζάγκιουαρ, από BMW και
Μερτσέντες, από Σααμπ και Βόλβο.
Καλά, δεν χρειάζονται τον
κλιματισμό μέσα στο ντάλα μεσημέρι; Φαίνεται πως όχι. Προκειμένου να χάσουν την
ευχαρίστηση του να στραμπουλίξουν αποτελεσματικά το μπράτσο τους και να το
επιδείξουν σε όλους τους εποχούμενους. «Να, δείτε το δικό μου! Παίρνει τρεις
στροφές ως τα δάχτυλα!».
Αν κυκλοφορούσαν στους δρόμους
μας Ινδοί φακίρηδες, θα έσκαγαν από την ζήλια. Αυτοί δένουν τα πόδια τους κόμπο,
εμείς λύνουμε τα χέρια μας και τα γυρίζουμε ανάποδα. Και, φυσικά, όταν θέλουμε
να αλλάξουμε ταχύτητα, δεν βάζουμε μέσα το αριστερό – αφήνουμε το τιμόνι. Πάει
και έτσι το αμάξι. Για να μην αναφέρω τις (συχνότατες) περιπτώσεις όπου ο
οδηγός, είτε καπνίζει, είτε τρώει σάντουιτς, είτε ρουφάει φραπεδιά – και όλα
αυτά πάντα με το δεξί (το «καλό το χέρι» - έτσι έμαθε από μικρός). Το αριστερό
εκεί, κρεμασμένο σαν την μπουγάδα για να στεγνώσει. Ποιος οδηγεί; Μα ο «Ούτις».
Τιμάμε τις αρχαίες παραδόσεις.
Λένε τα βιβλία ασφαλούς οδήγησης
ότι πρέπει να κρατάμε το τιμόνι και με τα δύο χέρια σε θέση «δέκα και δέκα». Δεν
πάει να λένε! Εμείς ξέρουμε καλύτερα. Με το ένα δάχτυλο το τιμόνι και με το άλλο
(του ίδιου χεριού) τις ταχύτητες. Και το αριστερό;
Α, το αριστερό – ένδοξα
κρεμασμένο από το παράθυρο, σημαία και σύμβολο του έθνους.
Χρόνια παρακολουθούσα και
απορούσα. Ώσπου ξαφνικά φέτος έγινε μέσα μου φως και κατάλαβα. Τώρα εξηγείται
πως αυτά τα χέρια εξαρθρώνονται και παίρνουν τέτοιες απίθανες στάσεις.
Ακολουθούνε ένα παραδοσιακό αρχέτυπο. Όχι οποιοδήποτε χέρι – αλλά το ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ
ΧΕΡΙ: το χέρι του Καραγκιόζη.
Το έχετε σίγουρα προσέξει – έχει
πολλές αρθρώσεις, μπορεί να κάνει κύκλο, ζιγκ-ζαγκ ή να γυρίσει ανάποδα (όταν ο
Καραγκιόζης βαράει καρπαζιά στο Κολλητήρι που είναι πίσω του).
Αυτό ήταν. Χιλιάδες χέρια του
Καραγκιόζη στους Εθνικούς Δρόμους. Χιλιάδες καραγκιόζηδες πίσω από τα χέρια.
Ακόμα και σε Τζάγκιουαρ. Ναι, γιατί; Δεν έχετε δει καραγκιόζη με Τζάγκιουαρ; Εγώ
ξέρω αρκετούς…