Είχα παρκάρει σε ένα στενό χώρο που ζήτημα αν άφηνε συνολικό περιθώριο είκοσι πόντων. Βλέποντας πως ο μπροστινός μου δεν είχε καθόλου άνεση μπροστά του, έκανα λίγο πίσω για να του αφήσω την δυνατότητα να φύγει.
Δεν είχα ολοκληρώσει τον χειρισμό, όταν ακούω ένα δυνατό χτύπημα στο κλειστό μου τζάμι. Γυρίζω και βλέπω μία κυρία με ύφος σαφώς ενοχλημένο. Κατεβάζω το τζάμι.
"Κύριε, με ακουμπάτε!" μου λέει με τρόπο έντονο.
Ομολογώ πως δεν θα είχα καμία όρεξη να ακουμπήσω αυτήν ειδικώς την κυρία. Περασμένα (αρκετά) τα πενήντα, ξερακιανή, άσκημη και ιδιαίτερα στριμμένη. Από εκείνες που η στριμάρα έχει αποτυπωθεί μόνιμα στο πρόσωπο.
"Εγώ, σας ακουμπώ;"
"Ναι, ακουμπάτε το αυτοκίνητό μου! Την περιουσία μου!"
Βγαίνω από το αυτοκίνητο για να πιστοποιήσω το αδίκημα. Δεν την ακουμπάω (άλλωστε θα το είχα νιώσει) αλλά σίγουρα ανάμεσα στους προφυλαχτήρες μας δεν θα περνούσε ένα χοντρό χαρτόνι. Χαρτί όμως, άνετα.
"Κυρία μου, όπως βλέπετε, δεν σας ακουμπάω. Είδα ότι έχετε πολύ χώρο πίσω σας και προσπάθησα να διευκολύνω τον μπροστινό μου".
Η κυρία έπαθε υστερική κρίση. Άρχισε να τσιρίζει και να χτυπιέται.
"Βλέπετε τι αυτοκίνητο έχω;"
Η κυρία είχε Πόρσε. Μία καινούργια Πόρσε Καρέρα, μαύρη και γυαλιστερή.
"Ξέρετε πόσο κάνει αυτό το αυτοκίνητο;".
Τι να της πω τώρα; Ότι είχα Πόρσε Καρέρα πριν εικοσιπέντε χρόνια, ότι ήμουν για χρόνια πρόεδρος της Πόρσε Ελλάς και ότι ξέρω το Zuffenhausen σαν την τσέπη μου;
"Ξέρω πολύ καλά την τιμή του. Αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτό με το παρκάρισμα".
"Αυτό το αυτοκίνητο είναι μία περιουσία! Και εσείς το ακουμπήσατε!"
Ήταν η δεύτερη φορά που ξεστόμιζε την λέξη "περιουσία". Κάθε φορά που την έλεγε γέμιζε το στόμα της με στόμφο.
Τόσα χρόνια νταραβερίζομαι με αυτοκίνητα, ποτέ δεν είχα αντιμετωπίσει ένα όχημα σαν περιουσία. Ακόμα και την εποχή που αγόραζα ακριβά μοντέλα πολύ πάνω από τις οικονομικές μου δυνατότητες - που πραγματικά κάποια στιγμή αντιπροσώπευαν όλο μου το βιος. Για μένα το αυτοκίνητο ήταν μεράκι, κέφι, παιχνίδι, απόλαυση. Επένδυση, χρήμα, περιουσία - ποτέ. Ούτε είχα ποτέ μετρήσει την αξία του με χρήματα. Υπήρξαν πανάκριβα μοντέλα που δεν με ικανοποίησαν ποτέ - και άλλα, φτηνά και φτωχά, που μου έδωσαν ατέλειωτες ώρες ευχαρίστησης.
Ωστόσο η κυρία μιλούσε για την περιουσία της. (Ανάθεμα κι αν θα ήξερε να την οδηγήσει). Και είχε φαίνεται την άποψη πως η απόσταση παρκαρίσματος μετριέται με το κόστος και πως όταν πληρώσεις πενήντα εκατομμύρια δικαιούσαι αυτόματα περισσότερο χώρο.
"Λοιπόν θα το πάρετε από εκεί;"
"Όχι, βέβαια! Όπως βλέπετε δεν υπάρχει άλλη θέση σε όλον τον δρόμο. Αλλά και αν υπήρχε, δεν βλέπω λόγο να μετακινηθώ".
Είχα παραμείνει εντελώς ψύχραιμος, πράγμα που την εξαγρίωνε ακόμα περισσότερο. Είχε χλομιάνει από την οργή της και τα άσκημα χαρακτηριστικά της είχαν γίνει πιο έντονα. Πρέπει να πω ότι κάπου την λυπήθηκα. Η παρουσία ενός ανθρώπου που δεν εντυπωσιαζόταν από την "περιουσία" της, αλλά που αρνιόταν και να τσακωθεί μαζί της και την αντιμετώπιζε με καλοσυνάτη ειρωνεία, την είχε αρρωστήσει.
"Μα, με ακουμπήσατε!".
Εδώ ήρθαμε, σκέφθηκα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έκανα ένα πόντο μπροστά. "Είσαστε ευτυχής τώρα;" ρώτησα.
"Βρε άντε στο διάολο!" είπε η κυρία ξεχνώντας τις ευγένειες και τους πληθυντικούς. Και απομακρύνθηκε με τσαντισμένο βήμα.
Κι εγώ την λυπήθηκα ακόμα πιο πολύ. Κρίμα να προσκολλάσαι τόσο πολύ στο κόστος των πραγμάτων, που να μην καταλαβαίνεις την αξία τους. Κρίμα να έχεις ανάγκη το χρήμα για να επιβεβαιωθείς. Και κρίμα χειρότερο να μην καταλαβαίνεις τίποτα από την ποίηση ενός εξακύλινδρου κινητήρα μπόξερ - και να τον αποκαλείς "περιουσία".