Ευτυχώς, στην ζωή μου οι Τέλειες Διαδρομές δεν ήταν μόνο τρεις. Αλλά αυτές οι τρεις ξεχωρίζουν. Έγιναν με απόσταση είκοσι (και) χρόνων η μία από την άλλη. Έγιναν με την ίδια μάρκα αυτοκινήτου. Και με ανοιχτό ουρανό.
Αλλά πρώτα, για τους νεότερους αναγνώστες, θα πρέπει να ορίσω τι αποκαλώ "Τέλεια Διαδρομή". Όχι, δεν πρόκειται απλά για μία ωραία βόλτα. Πρόκειται για μία σύνθετη εμπειρία - που στις καλές της στιγμές χαρίζει την απόλαυση ενός πλήρους έργου τέχνης (Gesamtkunstwerk θα το ονόμαζε ο Richard Wagner). Όπως είχα γράψει και στο σχετικό μου σύγγραμμα: "Η ΤΕΛΕΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ (Τ.Δ.) είναι ο τελικός σκοπός κάθε συνειδητής οδήγησης. (Σκοπός της μη-συνειδητής οδήγησης είναι να μας μεταφέρει από το σημείο Α στο Β.) Η Τ.Δ. είναι μία περίπλοκη και λεπτή σύνθεση πολλών παραγόντων. Επιτυγχάνει σπάνια, αλλά, όταν επιτύχει, δίνει συναισθήματα ανάλογα με (και ίσα προς) καλλιτεχνική απόλαυση".
Για να πετύχει η Τ. Δ. χρειάζεται να συνδυαστούν οι εξής παράγοντες: 1. Κάποιο οδηγικά ερεθιστικό όχημα. 2. Ενδιαφέρουσα διαδρομή (Τοπία - σκηνικό). 3. Σωστές κλιματολογικές συνθήκες. 4. Κατάλληλη διάθεση. 5. Σωστό συνοδηγό - ή καλύτερα κανένα συνοδηγό (μπορεί με την φλυαρία του ή την φοβία του να τα χαλάσει όλα). 6. Μουσική προσαρμοσμένη στο 2. 3. και 4.
Τότε ο οδηγός εκτελεί με ακρίβεια, κομψότητα και οικονομία κινήσεων αυτό που ονομάζω "χορογραφία του δρόμου", βλέποντας στο παρμπρίζ να ξετυλίγεται το τοπίο με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση. Στο τέλος, είναι φτιαγμένος και γεμάτος, θεατής και πρωταγωνιστής μαζί ενός σπουδαίου μπαλέτου.
Την πρώτη μου Τ.Δ. την έζησα το 1956 στην Γερμανία. Ο φίλος μου Bodo B., επιτυχημένος σκηνοθέτης ήδη, μου δάνεισε την καινούργια του Porsche 356 (cabrio φυσικά) να την πάω μία μικρή βόλτα - κι εγώ έφτασα μέχρι την Tegernsee. Μέθυσα από την ταχύτητα (και να σκεφθείτε ότι δεν θα πήγα πάνω από 120…) τον ήλιο και τον ήχο του μπόξερ και για μέρες μετά παραληρούσα σαν αλαφροΐσκιωτος.
Την δεύτερη και ωραιότερη Τ.Δ. στη ζωή μου την έκανα είκοσι χρόνια μετά, γυρίζοντας από την Κέρκυρα ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα 1976. Αντιγράφω μία παλιά μου περιγραφή: Ήμουν το μόνο αυτοκίνητο στο πρωινό φέρυ μποτ των εννέα. Ήμουν το μόνο ΚΑΙ στο δρόμο - οι Έλληνες κοιμόνταν, η έψηναν το αρνί τους. Η Ελλάδα ήταν ΑΔΕΙΑ, ΩΡΑΙΑ και ΜΥΡΙΖΕ ΠΑΣΧΑ. Οδηγούσα Porsche Carrera Targa 2.7. Ο καιρός ζεστός και αίθριος, το αμάξι ανοιχτό. Ο αέρας ήταν το πιο μεθυστικό πράγμα που έχω δοκιμάσει ποτέ μου. Μύριζε λουλούδια, άνοιξη, χόρτο, θράκα και οβελία. Κάθε φορά που πλησίαζα σε χωριό, η τελευταία μυρωδιά γινόταν εντονότερη. Διέσχισα την μισή Ελλάδα, αγκάλιασα τις μισές της καμπύλες, χύθηκα στις ευθείες της, μύρισα όλο το πασχαλινό της γλέντι. Όπως περνούσε η ώρα, μαζί με τις μυρωδιές έμπαιναν από το ανοιχτό καπό και ακούσματα - νταούλια, κλαρίνα, βιολιά. Πρώτη φορά δεν χρειάστηκα το ηχοσύστημα. Με συνόδευαν οι εκκεντροφόροι του boxer, τα πουλιά και τα όργανα.
Σε ελάχιστη ώρα ήμουν εντελώς μεθυσμένος - από Ελλάδα, Άνοιξη και Πάσχα. Ήταν η ωραιότερη Πασχαλιά στη ζωή μου - την πέρασα μόνος μέσα στο αυτοκίνητό μου. Γεύτηκα όλους τους μεζέδες της Ελλάδας, ήπια κεράσματα από κάθε χωριό - χωρίς καν να σταματήσω. Από τις αισθήσεις μου πέρασε όλη η χώρα ανθισμένη και γιορτινή. Όταν έφθασα στην Αθήνα, μετά από πέντε ώρες οδήγημα (ναι, σωστά διαβάσατε, έτρεχα χωρίς να το νιώσω!) ήμουν χορτάτος ξεκούραστος και ευτυχής.
Την τρίτη ανάλογη Τ.Δ. την έκανα πριν ένα μήνα, ταξιδεύοντας στην Βόρεια Εύβοια, με μία καινούργια Porsche Carrera 4 Cabrio, εξατάχυτη. (Κάτω τα Tiptronic! Τίποτα δεν αξίζει όσο να καρφώνεις την σωστή ταχύτητα). Ο καιρός γλυκός, ανοιξιάτικος (έτσι κι αλλιώς στο Ελληνικό καλοκαίρι τα cabrio είναι άχρηστα). Το θηρίο (γιατί για άγριο θηρίο πρόκειται) βρυχιόταν στεντόρεια πίσω μου. Θηρίο άγριο, αλλά όχι ανήμερο. Το έλεγχες απόλυτα στις στροφές και άμα πατούσες τα φοβερά φρένα καθόταν αμέσως κάτω, πειθήνιο σαν κότα. Κι α, πως τραγούδαγε ο αέρας, τρυφερός, χωρίς να σε ανακατεύει…
Τρεις Porsche, ανοιχτές - τρεις διαδρομές - τέλειες.