ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ μας συντάραξε τόσο πολύ ένα κινηματογραφικό  έργο; Τι  ήταν  αυτό  που  έκανε  τον "Κύκλο των Χαμένων Ποιητών" να απασχολήσει τόσο το κοινό και  τον  Τύπο σ' αυτήν  ειδικά  την χώρα;

Παρακολούθησα  από  τους πρώτους την ταινία - την ιστορία ενός αντικομφορμιστή καθηγητή  που  προσπαθεί  να  μεταδώσει  στους μαθητές του μια άλλη όψη της ζωής. (Θα την είδατε!) Μου φάνηκε κατασκευασμένη, υπερβολική και αφελής. Σίγουρα η ελευθερία τηςσκέψης  δεν  διδάσκεται  με  πηδήματα  επάνω  στην  έδρα - και κανένας  γνήσιος  πνευματικός  άνθρωπος  δεν  θα  διέτασσε  το σκίσιμο ενός βιβλίου, έστω κι αν διαφωνούσε με αυτό.  'Όσο για το δεύτερο μέρος του φιλμ - την ιστορία του  ταλαντούχου  γιούκαι του στυγνού πατέρα - έμοιαζε σενάριο για φωτορομάντζο.

Φυσικά το έργο ήταν καλοπαιγμένο και καλοστημένο,  σαν  τέλειο εμπορικό  προϊόν  του  Χόλλυγουντ.  (Δεν  αμφιβάλλω πως θα του δοθούν και μερικά 'Οσκαρ). Αλλά το ερώτημα παραμένει: γιατί το σχολικό αυτό μελόδραμα εντυπωσίασε τόσο το Πανελλήνιον; Διότι,απ' όσο ξέρω,  πουθενά,  σε  καμιά  άλλη  χώρα  δεν  προκάλεσε τέτοιες μαζικές αντιδράσεις.

ΛΕΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΙΨΕ Η ΠΟΙΗΣΗ; Εδώ, στην χώρα των ποιητών; Λέτε, με ζώντα τον Ελύτη, να θαμπωθήκαμε από τον Whitman;

Μα το έργο δεν αφορούσε, έτσι κι αλλιώς, την πραγματική ποίηση -  όπως  δεν  είχε  σχέση με την πραγματική ζωή.  Αφορούσε την ποίηση και τους ποιητές όπως τους φαντάζονται  οι  μικροαστοί. Εκκεντρικούς, ανορθόδοξους, βυρωνικούς, "καταραμένους".  (Πόσο θα τους απογοήτευαν οι πραγματικά μεγάλοι!)

ΜΗΠΩΣ,   ΤΟΤΕ,   αυτό  που  εντυπωσίασε  ήταν  η  εκπαιδευτική ανορθοδοξία;  Στη  χώρα  της  τυποποιημένης στεγνής εκμάθησης, ένας αέρας μορφωτικής ελευθερίας;

Ίσως.  Παρ' όλο που το (ατελέστατο) εκπαιδευτικό  μας  σύστημα αφήνει  συχνά - ακριβώς επειδή είναι ατελές - αρκετά περιθώρια ελευθερίας.  Οι περισσότεροι,  άλλωστε,  πρέπει να ζήσαμε  στα σχολικά θρανία κάποια περίπτωση καθηγητή Κήτινγκ.  Που,  χωρίς σκισίματα βιβλίων και  παρόμοιες  υπερβολές,  ξέφευγε  από  το πρόγραμμα και πλησίαζε την ουσία.

Αν  το  έργο  αφορούσε  αυτή  την  περίπτωση  - του ενός,  του ξεχωριστού,  του πραγματικού  Δάσκαλου  -  θα  ήταν  ένα  πολύ αξιόλογο  έργο.  'Ομως το θέμα τσακίστηκε από την υπερβολή.  Ο καθηγητής   ήταν   ΠΟΛΥ   τολμηρός   και   ΠΟΛΥ    ανορθόδοξος (επιδεικτικά!),   το  σχολείο  ηταν  ΠΟΛΥ  αυστηρό,  ο  νεαρός πρωταγωνιστής ΠΟΛΥ ευαίσθητος και ο πατέρας του ΠΟΛΥ  σκληρός.

Εξ ου, στο τέλος, αίματα και δάκρυα.

ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΤΥΧΕΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ πραγματικούς Δασκάλους - από αυτούς που  ανοίγουν  την  ψυχή των παιδιών,  από αυτούς που πράγματι αντιστέκονται στις συμβάσεις και τις δουλείες της  καθημερινής ζωής, ξέρουν πως η διδαχή τους γίνεται με άλλον τρόπο. 'Οχι με πηδήματα  στην έδρα,  ούτε με κοινοτοπίες:  "να ρουφήξουμε την ζωή ως το μεδούλι", ή με προσωπολατρίες: "my captain..." κλπ. (Τι του έφταιγε, του σεναριογράφου, ο Αβραάμ Λίνκολν;  Γιατί σ' αυτόν, νεκρόν, απευθυνόταν το ποίημα...)

Αλλά  ίσως  η  εξήγηση για την ιδιαίτερη ελληνική επιτυχία της ταινίας,   να  βρίσκεται  ακριβώς  στην  υπερβολή   και   στον μελοδραματισμό της.

Εξηγώ:  είμαστε κοινωνία μελοδραματική,  κοινωνία του θεάματος και  της  υπερβολής.   Δεν  θα  μας  εντυπωσίαζε   ποτέ   ένας πραγματικός ποιητής.  (Μόνον όσοι παίζουν ρόλους ποιητών). Δεν θα μας γέμιζε το μάτι  ένας  αυθεντικός  δάσκαλος,  διότι  δεν έχουμε  κριτήρια  για  την  πνευματικότητα.  Δεν  θα μας έλεγε τίποτα το σιγανό,  εσωστρεφές μουρμούρισμα του Δημήτρη Πικιώνη - κι ας ήταν μέγας οδηγός ψυχών.

 Εμείς  θέλουμε  show.  Ο δάσκαλος - και οι μαθητές - να πηδάνε σαν καγκουρό.  Θέλουμε  συνομωσίες  -  σπηλιές  και  μυστικές συναντήσεις.    Θέλουμε    δραματικά   γεγονότα,    απολύσεις, αυτοκτονίες,  που γεμίζουν πρωτοσέλιδα.  Θέλουμε  -  όπως  στο φαγητό   -   να  χορταίνουμε  μέχρι  σκασμού.   Απαιτούμε  την πραγματικότητα δύο νούμερα πιο μεγάλη, για να την καταλάβουμε!

 ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Θα ψηφίζαμε ποτέ έναν άνθρωπο σεμνό και αθόρυβο για να διαχειριστεί τις  τύχες  μας; Που  θα κυκλοφορούσε ανώνυμος στον δρόμο,  όπως ο πρόεδρος των Ελβετών;  (Τον είδαν προχθές να παρκάρει μόνος του  -  και  να ρίχνει νόμισμα στο παρκόμετρο!)

Όχι! Εμείς θέλουμε τον δάσκαλο να πηδάει στα τραπέζια και τον πολιτικό   ν' αστράφτει   στα   μπαλκόνια!   Θέλουμε   φιγούρα, χειρονομία,  μπαλαφάρα!  Θέλουμε  ρητορική,  μεγαλοπρέπεια και φανφάρα!

Και η ουσία;  Αυτή,  συνήθως,  βρίσκεται στην άλλη  όχθη:  της περισυλλογής, της ενδοσκόπησης, της σιωπής.  Ακόμα και η ουσία της πράξης.  Όποιος νομίζει πως οι δραστήριοι άνθρωποι  είναι θορυβώδεις,   δεν   έχει   γνωρίσει  μεγάλους  επιχειρηματίες,δημιουργούς, φιλάνθρωπους ή πολιτικούς.

Εμείς όμως  -  πάντα  -  θέαμα  και  μελόδραμα  και  ρητορεία. Αναρωτιέμαι:  πόσοι  από  αυτούς  που  συγκλονίστηκαν από τους "Χαμένους Ποιητές" διάβασαν ποίηση τις επόμενες μέρες;